αἰχμητής
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
οῦ, Dor. αἰχμ-ᾱτάς, ᾶ, ὁ, (αἰχμή) poet.,
A spearman, warrior, esp. opp. to archers, Il.2.543, Od.2.19, al., Archil. 119, cj.in Alcm.68,etc. II In Pi.as Adj., 1 pointed (or spear-wielding), αἰ. κεραυνός P.1.5. 2 warlike, αἰ. θυμός N.9.37:—fem. αἴχμητις (sic), EM595.39.
Greek (Liddell-Scott)
αἰχμητής: -οῦ, Δωρ. -ᾰτάς, ᾶ, ὁ, (αἰιχμή) ποιητικὸν ὄνομα, ὁ δόρυ φέρων, ἀνήρ, πολεμιστής, ἰδίως κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς φέροντας τόξα, Ἰλ. Β. 543, Ὀδ. Β. 19, καὶ ἀλλ.· πρβλ. αἰχμητά. ΙΙ. παρὰ Πινδάρ. ὡς ἐπίθετον: 1) λήγων εἰς ὀξύ, ὀξύς, αἰχμητὰς κεραυνός, Πινδ. Π. 1. 5. 2) φιλοπόλεμος, αἰχμ. θυμός, Ν. 9. 87: - θηλ. αἴχμητις, (προπαροξυτόνως), Ἐτυμ. Μ. 595. 39.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
combattant armé d’une lance.
Étymologie: αἰχμή.
English (Autenrieth)
αἰχμητα (Il. 5.197): spearman, warrior; freq. implying bravery, with ἀνδρῶν, Il. 3.49.
Spanish (DGE)
-οῦ
• Alolema(s): αἰχμητά [-ᾰ] Il.5.197, dór. αἰχμᾱτάς
• Morfología: [gen. plu. αἰχμητέων Archil.124.13]
1 lancero op. otros tipos de guerreros Ἄβαντες ἕποντ' αἰχμηταί Il.2.543, cf. Od.2.19, Λαπιθάων αἰ. Hes.Sc.178, cf. Theoc.17.88
•lancero, guerrero por excelencia, como epít. elogioso por considerarse al portador de la lanza superior a otro tipo de guerrero (frec. subst.) εἰ δέ μιν αἰχμητὴν ἔθεσαν θεοί Il.1.290, γέρων αἰχμητὰ Λυκάων Il.5.197, Ἕκτωρ Il.5.602, cf. Pi.N.5.7, B.13.133, πατέρες Tyrt.4.6, ἀνήρ Thgn.868, cf. IG 5(1).724.2 (Esparta III/II a.C.), οὐ γὰρ αἰ. πέφυκεν de Menelao, E.Or.754, αἰχμητὰ δύο (Heracles e Iolao), Archil.242.3, cf. Sch.Ar.Au.1237a, Call.SHell.238.12, στρατός Pi.O.11.19, E.Hec.118.
2 no de pers. esforzado, aguerrido θυμός Pi.N.9.37, κεραυνός del rayo de Zeus, Pi.P.1.5, ἀλέκτωρ ... αἰχμητής gallo de pelea, AP 6.155 (Theodorid.).
Greek Monolingual
αἰχμητὴς και αἰχμητήρ, ο (Α) αἰχμή
1. πολεμιστής που κρατά δόρυ σε αντίθεση προς τον τοξότη
2. ως επίθ. α) αιχμηρός, οξύς
β) μαχητικός, φιλοπόλεμος.
Greek Monotonic
αἰχμητής: -οῦ, Δωρ. -ᾱτάς, -ᾶ, ὁ (αἰχμή),
I. άνδρας που φέρει δόρυ, πολεμιστής, σε Όμηρ.
II. στον Πίνδ. ως επίθ.,
1. μυτερός, οξύς, αιχμηρός, κεραυνός.
2. φιλοπόλεμος, θυμός.