A v. ἀνάριθμος.
[Seite 230] unzählig, poet. und ion. = ἀνάριθμος, Aesch. Prom. 90; Soph. Tr. 246; τινός, Ai. 598.
ἀνήριθμος: ἴδε ἐν λ. ἀνάριθμος.
v. ἀνάριθμος.
ἀνήριθμος: ποιητ. αντί ἀν-άριθμος.