ἀτιμία
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A dishonour, disgrace, ἀτιμίῃσιν ἰάλλειν Od.13.142, Pi.O.4.21, S.El.1035, etc.; ἐν ἀτιμίῃ τινὰ ἔχειν Hdt.3.3; ἀτιμίην προστιθέναι τινί Id.7.11; ὄνειδος καὶ ἀ. ἔχειν ib.231; ἀτιμίης κυρεῖν πρός τινος ib.158; θεῶν ἀ. dishonour done to the gods, E.Heracl.72, Pl.Hipparch.229c; οὐκ ἀτιμίᾳ σέθεν A.Eu.796: pl., ταῖς μεγίσταις κολάζειν ἀ. Pl.Plt.309a, cf. 310e, R. 492d, al.; ὕβρεις καὶ ἀτιμίας D.18.205, 21.23; indignities, Arist.Pol. 1336b11. 2 deprivation of privileges, A.Eu.394 (lyr.); esp. of civic rights, And.1.74, X.Lac.9.6, D.9.44; coupled with θάνατος and φυγή, IG1.27a74. II of things, ἐσθημάτων ἀ., i.e. sorry garb, A.Pers.847; κόμη . . ἀτιμίας πλέως Cratin.9. [Ep. ἀτιμῑη Hom. l.c., Tyrt.10.10.]
German (Pape)
[Seite 386] ἡ, Entehrung, Verachtung, Beschimpfung, Od. 13, 142; Pind. Ol. 4, 23; Her. 3, 3 u. A.; bei Plat. oft Ggstz von τιμή, auch im plur. In Athen bes. Entziehung der bürgerlichen Rechte, Ehrlosmachung, die verschiedene Grade hatte. S. ἄτιμος. Dah. χρήμασι καὶ ἀτιμίᾳ ζημιοῦσθαι, Geld- u. Ehrenstrafe, Plat. Legg. IV, 721 b; oft bei Rednern.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτῑμία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀτιμία, αἰσχύνη, ὄνειδος, Ὀδ. Ν 142 (ἴδε ἰάλλω) Πινδ. Ο. 4. 33, Σοφ., κτλ.· ἐν ἀτιμίῃ τινὰ ἔχειν Ἡρόδ. 3. 3· ἀτιμίην προστιθέναι τινὶ 7. 11· ἀτ. ἔχειν 7. 231., 9. 71· ἀτιμίης κυρεῖν πρός τινος 7. 158· ἀτ. τινός, ἀτιμία γενομένη εἴς τινα, Εὐρ. Ἡρακλ. 72· διὰ τὴν τῆς ἀδελφῆς ἀτιμίαν Πλάτ. Ἵππαρχ. 229C· οὐκ ἀτιμίᾳ σέθεν Αἰσχύλ. Εὐμ. 796: -πληθ., ταῖς μεγίσταις κολάζειν ἀτ. Πλάτ. Πολιτ. 309A, πρβλ. 310E, Πολ. 492D, κ. ἀλλ.· ὕβρεις καὶ ἀτιμίας Δημ. 296. 21., 552. 13, ἔνθα ἴδε Δινδόρ. 2) ἐν Ἀθήναις δημοσία καταισχύνη, στέρησις τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων ἢ πάντων ἢ μέρους αὐτῶν, δυσφημία, Λατ. deminutio capitis, Αἰσχύλ. Εὐμ. 395: Ἀνδοκ. 10. 14, Ἀριστ. Πολ. 7. 17· ἴδε ἄτιμος Ι. 2. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀτιμία ἐσθημάτων, ῥακώδης κατάστασις ἐνδυμάτων, ἀτιμίαν γε παιδὸς ἀμφὶ σώματι ἐσθημάτων κλύουσαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 847· ὠμολίνοις κόμη βρύουσ’, ἀτιμίας πλέως Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 8. [Ἐπ. ἀτιμῑη, Ὅμ. ἔνθ’ ἀνωτ., Τυρταῖος 1. 10].
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 mépris : ἐν ἀτιμίᾳ εἶναι XÉN être méprisé ou dédaigné ; αἱ ἀτιμίαι marques de mépris;
2 à Athènes privation (partielle ou totale) des droits de citoyen;
3 en parl. de choses aspect sordide (des vêtements, de la chevelure, etc., en signe de deuil).
Étymologie: ἄτιμος.
English (Slater)
ᾰτῑμία
1 derision διάπειρα ἅπερ Κλυμένοιο παῖδα Λαμνιάδων γυναικῶν ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας (O. 4.20)
Spanish (DGE)
(ἀτῑμία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Od.13.42, Tyrt.6.10
1 en rel. c. el menosprecio dirigido contra alguien, en plu. actos o tratos que implican merma de honra, desafueros, desprecios entre dioses ἀτιμίῃσιν ἰάλλειν Od.l.c., entre pers. ὕβρεις καὶ ἀτιμίαι D.18.205, 21.33, ἐν ταῖς ἀτιμίαις δοξάζονται Ep.Diog.5.14
•en sg. pérdida de la honra o los privilegios ἐπὶ δέ μοι γέρας παλαιόν, οὐδ' ἀτιμίας κυρῶ sobre mí sigue el antiguo privilegio y no pierdo honra A.Eu.394, cf. 796, οὗτος δὲ τῇ μεγίστῃ με ἀτιμίᾳ περιβέβληκεν PSI 330.7 (III a.C.)
•gener. desprecio, menosprecio ἀτιμίης δὲ πρὸς ὑμέων κυρήσας mas aunque en vosotros hallé desprecio (Gelón a los embajadores griegos), Hdt.7.158, θεῶν desprecio hacia los dioses E.Heracl.72, ἑαυτῶν Plot.5.1.1, en las rel. familiares μ' ἀτιμίας ἄγεις S.El.1035, cf. 1036
•menosprecio, desdén amoroso ἐμὲ ... ἐν ἀτιμίῃ ἔχει Hdt.3.3, cf. Ach.Tat.6.19.7, LXX Iu.1.11
•ref. al que recibe el menosprecio, gener. deshonor, deshonra esp. en rel. a la falta de valor guerrero πᾶσα δ' ἀτιμίη ... ἕπεται Tyrt.l.c., ὄνειδος καὶ ἀ. Hdt.7.231, 9.71, cf. 7.11, Gorg.B 11a.1, Th.6.89, κρεῖττον ἐν ταῖς δόξαις ... τελευτῆσαι τὸν βίον μᾶλλον ἢ ζῆν ἐν ταῖς ἀτιμίαις Isoc.6.89, cf. Trag.Adesp.110, en los juegos atléticos (διάπειρα) ἅπερ Κλυμένοιο παῖδα Λαμνιάδων γυναικῶν ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας (prueba) que evitó al hijo de Clímeno una deshonra ante las mujeres lemnias Pi.O.4.20
•causado por rel. sex. ilícitas ἀτιμίης πλέος lleno de deshonor Archil.92, cf. Trag.Adesp.401, Ep.Rom.1.26, Hld.1.17.5, κτίζεται θέατρα τῆς ἀτιμίας Amph.Seleuc.108
•por la pobreza ἀ. βίου E.Fr.19.17M.
•ref. a los médicos que anulan su disposición natural dejándose dominar por la teoría τὴν πᾶσαν ἀμφιέννυνται κακίην καὶ ἀτιμίην se recubren de cualquier maldad y deshonra Hp.Decent.4
•gener. op. τιμαί Pl.Lg.696d, 697b, 862d, Fauorin.de Ex.22.45, τιμὰς καὶ ἀτιμίας ὀρίζουσι Plot.3.2.17
•op. δόξα 1Ep.Cor.15.43, 2Ep.Cor.6.8
•op. virtud κακία ... ἀτιμίαν ἔχει Plot.2.9.9
•desgracia ἀτιμίᾳ περιπεσών habiendo caído en desgracia de un familiar y favorito, Plu.2.174b, cf. LXX Ib.40.8, Ps.82.17
•respecto a prácticas o ciencias desprecio Aristid.Quint.2.25, I.AI 4.229.
2 jur. en la vida pública baldón público, infamia penal que implica la pérdida de derechos πλε̄̀ν φυγε͂ς καὶ θανάτο καὶ ἀτιμίας IG 13.40.74 (V a.C.), θανάτοις τε ἐκβάλλει καὶ φυγαῖς καὶ ταῖς μεγίσταις κολάζουσα ἀτιμίαις Pl.Plt.309a, ἄξιος ... νόμῳ δὲ ἀτιμίας, ἔργῳ δὲ ζημίας τυχεῖν Gorg.B 11.7, def. como de varias clases, And.Myst.74, ἀτιμίαις κολάζειν καὶ πληγαῖς Arist.Pol.1336b11, ἐν τῇ ἀτιμίᾳ ἔστωσαν SEG 9.1.48 (Cirene IV a.C.), cf. Th.5.34, Is.10.17, D.9.44, X.Lac.9.6, Arr.Epict.4.1.60, PGiss.40.2.5 (III d.C.), D.C.52.7.1.
3 en rel. c. el aspecto externo y objetos indecencia, desaliño, suciedad ἀ. ... ἐσθημάτων A.Pers.847, cf. Cratin.10 (pero v. Archil.92 en 1)
•(σκευή) ξύλινα ... εἰς ἀτιμίαν recipientes de madera para usos bajos 1Ep.Ti.2.20.
English (Strong)
from ἄτιμος; infamy, i.e. (subjectively) comparative indignity, (objectively) disgrace: dishonour, reproach, shame, vile.
English (Thayer)
ἀτιμίας, ἡ (ἄτιμος), dishonor, ignominy, disgrace (from Homer down): δόξα, ἐν ἀτιμία namely, ὄν, in a state of disgrace, used of the unseemliness and offensiveness of a dead body); κατ' ἀτιμίαν equivalent to ἀτιμως, with contempt namely, of myself, R. V. by way of disparagement, cf. κατά, II. at the end); πάθη ἀτιμίας base lusts, vile passions, Winer s Grammar, § 34,3b.; (Buttmann, § 132,10). εἰς ἀτιμίαν for a dishonorable use, of vessels, opposed to τιμή: 2 Timothy 2:20.
Greek Monolingual
η (AM ἀτιμία, Α και ἀτιμίη, ιων. τ.) άτιμος
ντροπή, εξευτελισμός
μσν.- νεοελλ.
1. προσβολή
2. άτιμη, επονείδιστη πράξη
νεοελλ.
άτιμος άνθρωπος, εξαιρετικά ανέντιμος
μσν.
1. μείωση της προσωπικότητας κάποιου
2. προσβλητικά λόγια
αρχ.
1. στέρηση της τιμής και της υπόληψης
2. στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων
3. στέρηση προνομίων
4. ασέβεια προς τους θεούς
5. φρ. α) «κόμης ἀτιμία» — τρισάθλια μαλλιά
β) «ἐσθημάτων ἀτιμία» — πανάθλια ρούχα.
Greek Monotonic
ἀτῑμία: Ιων. -ίη[-ῑη Επικ.], ἡ,
1. ατίμωση, αισχύνη, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· ἐν ἀτιμίῃ τινὰ ἔχειν, ἀτιμίην προστιθέναι τινί, σε Ηρόδ.· ἀτιμία τινός, ατίμωση που γίνεται σε κάποιον, σε Ευρ.
2. στην Αθήνα, η απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων, Λατ. deminutio capitis, σε Αισχύλ., Ρήτ.
II. ἐσθημάτων ἀτιμία, δηλ. ρακώδης κατάσταση ενδυμάτων, κουρέλια, σε Αισχύλ.