αὐτοχειροτόνητος

Revision as of 12:07, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_8)

English (LSJ)

ον,

   A self-elected, D.19 Arg.ii9.

German (Pape)

[Seite 404] von sich selbst gewählt, Dem. 19 Argum.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοχειροτόνητος: -ον, ὁ ἑαυτὸν χειροτονήσας, Ὑπόθεσις εἰς τὸν π. Παραπρεσβ. λόγον τοῦ Δημοσθ. 338. 7, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ον
elegido en su propia propuesta de sufragio, Αἰσχίνης αὐτοχειροτόνητος πρεσβευτὴς ἀπῆλθε D.19 argumen.2.9, fig. γενοῦ ... αὐτοχειροτόνητος οἰκονόμος πενήτων Chrys.Hom.43.1 in 1Cor.M.61.368
de un toro elegido por sí mismo en la lucha jefe de la manada αὐ. προβέβληται τύραννος Eutecnius C.Par.19.30.