βομβαλοβομβάξ
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
German (Pape)
[Seite 453] wie βομβάξ, Ar. Th. 48. 45, kom. Ausruf des Staunens.
Spanish (DGE)
intens. de βομβάξ requetediantre Ar.Th.48.
Greek Monolingual
βομβαλοβομβάξ (Α)
(επιφών. ειρων.) βομβάξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βομβάξ, με αναδιπλασιασμό].