βιβρώσκω
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
Babr.108.9, (cf. βρώζω, βορά)
A · βρώσομαι Philostr.VA3.40: aor. ἔβρωσα (ἀν-) Nic.Th.134; inf. βρῶξαι (κατα-) Epic. in Arch.Pap.7.5: Ep. aor. 2 ἔβρων Call.Jov.49, (κατ-) h.Ap.127 : pf. βέβρωκα Il.22.94, Eup.68; sync. part. βεβρώς, ῶτος, S.Ant.1022; opt. βεβρώθοις, as iffrom pf. βέβρωθα, Il.4.35:—Pass., pres., Hp.Aff.4:fut. βρωθήσομαι Lyc.1421, S.E.P.3.227; βεβρώσομαι Od.2.203: aor ἐβρώθην Hp.Acut.37, etc., (κατ-) Hdt.3.16: pf. βέβρωμαι A.Ag.1097 (lyr.), (δια-) Pl. Ti.83a, (κατα-) SIG2587.310: plpf. ἐβέβρωτο Hp.Epid.4.19. —In Ion. Prose and LXX βέβρωκα ἐβρώθην βέβρωμαι take the place of Att. ἐδήδοκα ἠδέσθην ἐδήδεσμαι:—eat, eat up, βεβρωκὼς κακὰ φάρμακ' Il.22.94, etc.; οὐδὲν βεβρ. Eup.68: c. gen., eat of a thing, [λέων] βεβρωκὼς βοός Od.22.403; τῶν μελῶν βεβρωκότες Ar.V.463; κρειῶν τε καὶ αἵματος Theoc.25.224: abs., βεβρωκώς, opp. πεινῶν, Arist.HA 629b9; β. καὶ πεπωκώς Id.Fr.232, cf. Plb.3.72.6, Ev.Jo.6.13:—Pass., to be eaten, Hp.Acut.37; of teeth, decay, Id.Epid.4.19; χρήματα δ' αὖτε κακῶς βεβρώοεται will be devoured, Od.2.203; βεβρωμένοι ἄρτοι mouldy bread, LXX Jo.9.12; ῥίζα βεβρ. worm-eaten, Dsc.3.9; to be bitten, ὑπὸ τῶν κροκοδείλων Gal.14.246.
German (Pape)
[Seite 444] fut. βρώσομαι als unattisch verworfen von den Atticisten, findet sich nur einzeln bei Sp., wie Philostr. v. Apoll. c. 40; aor. ἔβρων H. h. Ap. 127 Callim. 49; öfter kommen vor perf. βέβρωκα, Hom.; Ar. Vesp. 462; βεβρώκοι Her. 1, 119; part. βεβρῶτες Soph. Ant. 1022; pass. βέβρωμαι, ἐβρώθην; essen, verzehren, φάρμακα βεβρωκώς Il. 22, 94; übertr., Od. 2, 203 χρήματα βεβρώσεται fut. pass.; βρωθήσομαι Lycophr. 1421; τινός βεβρωκώς Od. 22, 403, wie Soph. Ant. 1022; Ar. Vesp. 462; κρειῶν βεβρωκώς Theocr. 25, 224. Sp. D.; Prosa, z. B. Pol. 3, 72.
Greek (Liddell-Scott)
βιβρώσκω: Βάβρ. 108. 9· βρώσομαι Φιλόστρ. 129, Χρησμ. Σιβ. 7. 157 (ἴδε Φρύν. σ. 347)· ἀόρ. ἔβρωσα (ἀν-) Νικ. Θ. 134· (οἱ τύποι βρώξω, ἔβρωξα εἶναι πιθ. σφάλματα τῶν ἀντιγραφέων ἀντὶ βρύξω, ἔβροξα, ἴδε Λυκ. 678, Ἀνθ. II. 11. 271, καὶ πρβλ. *βρόχω)· Ἐπ. ἀόρ. β΄ ἔβρων Καλλ. εἰς Δία 49, (κατ-) Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 127· πρκμ. βέβρωκα Ὅμ., Ἀττ.· μετοχ. κατὰ συγκοπὴν βεβρώς, ῶτος, Σοφ. Ἀντ. 1022· εὐκτική τις βεβρώθοις, ὡσεὶ ἐκ πρκμ. βέβρωθα, ἀπαντᾷ ἐν Ἰλ. Δ. 35 (πρβλ. καταβρώθω). – Παθ., ἐνεστ., Ἱππ.· μέλλ. βρωθήσομαι Λυκ. 1121, Σέξτ. Ἐμπ.· βεβρώσομαι Ὀδ.· ἀόρ. ἐβρώθην Ἱππ. 389. 32, κτλ., (κατ-) Ἡρόδ. 3. 16· πρκμ. βέβρωμαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1097, Πλάτ., κτλ.· ὑπερσ. ἐβέβρωτο Ἱππ. 112Η· – οἱ ἐλλείποντες χρόνοι παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ ἐσθίω. (Ἐκ √ΒΟΡ παράγονται ὡσαύτως τὰ βορά, βορός, βρῶμα· πρβλ. Λατ. voro, vorax, vorago (ὥστε ἡ λέξις βάραθρον ἀνήκει ἴσως εἰς ταύτην τὴν ῥίζαν)· Σανσκρ. gar, gir âmi sarbeo)· Λιθ. gérti (bibere)· ἴδε ἐν Β β). Τρώγω, κατατρώγω, βεβρωκὼς κακὰ φάρμακ’ Ἰλ. Χ. 94, κτλ.· οὐδὲν βεβρ. Εὔπολ. Βαπτ. 3 κ. ἀλλ.· (ἴδε ἐκβιβρώσκω, λίπος)· μ. γεν., τρώγω ἔκ τινος πράγματος (μέρος δηλ.), [[[λέων]]] βεβρωκὼς βοὸς Ὀδ. Χ. 403· τῶν μελῶν βεβρωκότες Ἀριστοφ. Σφηξ. 462· ἀπολ., βεβρωκώς, ἀντίθ. τῷ πεινῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 44, 2, πρβλ. Ἀποσπ. 223· – παθ., τρώγομαι, Ἱππ., κτλ., ἴδε ἀνωτ.· χρήματα δ’ αὖτε κακῶς βεβρώσετε, θὰ καταφαγωθῶσιν, Ὀδ. Β. 203.
French (Bailly abrégé)
f. βρώσομαι, ao.2 ἔβρων, pf. βέβρωκα;
Pass. f. βρωθήσομαι, ao. ἐβρώθην, pf. βέβρωμαι, f.ant. βεβρώσομαι;
dévorer, manger avec avidité : τι qch, τινός une part de qch, manger avidement de qch ; fig. dévorer ou engloutir (une fortune).
Étymologie: R. Βορ ou Βρω, dévorer, engloutir ; cf. βορά, βρῶμα et lat. voro.
English (Autenrieth)
perf. part. βεβρωκώς, pass. fut. βεβρώσεται: eat, devour; χρήματα βεβρώσεται, Od. 2.203.
Spanish (DGE)
• Morfología: [v. med. fut. βεβρώσεται Od.2.203, βρώσεται Philostr.VA 3.40; v. pas. aor. part. βρωθέντας Gal.14.246; perf. opt. βεβρώθοις Il.4.35, part. βεβρῶτες S.Ant.1022]
1 comer, devorar c. ac. κακὰ φάρμακα Il.22.94, ἀναρίστητος ὢν κοὐδὲν βεβρωκώς Eup.77, τὰ βρώματα Hp.Dieb.Iudic.5, εἰ γὰρ βρώσεταί τι τούτων Philostr.l.c., en v. pas. τὰ σκήνεια τῆς [σκη] νῆς εὕρηκα βεβρωμένα encontré los tirantes de la tienda comidos por los gusanos, PCair.Zen.353.3 (III a.C.), ῥίζα ... βεβρωμένη raíz agusanada Dsc.3.9
•c. gen. part. (λέων) βεβρωκὼς βοός Od.22.403, ἀνδροφόρου ... αἵματος λίπος S.l.c., βεβρωκὼς κρειῶν τε καὶ αἵματος Theoc.25.224
•abs. ὁκότε νεωστὶ βεβρωκὼς εἴη inmediatamente después de comer Hp.Epid.5.6, cf. Hp.Aff.61, ἃ ἐπερίσσευσαν τοῖς βεβρωκόσιν Eu.Io.6.13, op. πεινάω: ὁ λέων ... μὴ πεινῶν καὶ βεβρωκὼς πραότατος Arist.HA 629b9, cf. Fr.232, Plb.3.72.6
•en v. pas. κρεηφαγίη πολλὴ παρὰ τὸ ἔθος βρωθεῖσα Hp.Acut.10, (συροπέρδιξ) βρωθῆναί τε ἡδίων τοῦ ἑτέρου Ael.NA 16.7, τὸ βρωθὲν ἐπέφθη lo comido se cuece Arr.Epict.2.9.18, cf. Hp.Aff.4, Lyc.414, 912, 1251, 1421, D.P.Au.1.4, Ael.VH 1.9
•ser pastado ἕως τοῦ βεβρωμ(ένου) χόρτου PStras.119.23 (I d.C.)
•ser mordido τοὺς ὑπὸ τῶν κροκοδείλων βρωθέντας Gal.l.c., cf. PSI 760.4 (III/IV d.C.).
2 usos fig. devorar c. ac. de pers. en el sent. destrozar, acabar con ὠμὸν βεβρώθοις Πρίαμον Il.4.35
•c. ac. de cosa gastar, consumir en v. pas. χρήματα κακῶς βεβρώσεται Od.2.203
•en v. pas. de dientes estar cariados Hp.Epid.4.19, 25
•c. gen. nutrirse, imbuirse τῶν μελῶν τῶν Φιλοκλέους Ar.V.463.
• Etimología: De la r. *gu̯erHu̯3- ‘tragar’ en grado ø y red., cf. ai. gīrṇá- ‘tragado’, lituan. gìrtas y c. otro grado vocálico ai. gárgara- ‘barranco’, gr. βορά, lat. uorō, etc.
English (Abbott-Smith)
βιβρώσκω, poët, and late prose, [in LXX for אכל;]
to eat: Jo 6:13.†
English (Strong)
a reduplicated and prolonged form of an obsolete primary verb (perhaps causative of βόσκω); to eat: eat.
English (Thayer)
(βρώσκω) unused present whence perfect βέβρωκα; see βιβρώσκω.
Greek Monolingual
βιβρώσκω (Α)
Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω
II. (-ομαι)
1. τρώγομαι
2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι
3. (για ψωμί) μουχλιάζω
4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς, βεβρώσεται, βεβρώθοις), ενώ ο αρκετά μτγν. και σπάνια χρησιμοποιούμενος ενεστ. βιβρώσκω καθώς και το όλο ρηματικό σύστημα σχηματίστηκε μορφολογικά από θ. βρω- των προγενέστερων ρηματικών τύπων παρακμ. (βέβρωκα, βέβρωμαι), αόρ. (έβρων) και του ρηματικού επιθ. βρωτός. Το θ. βρω- προέρχεται είτε από μακρόφωνη μονοσύλλαβη ρίζα (< gwr- < gwr∂- < gwer- «καταπίνω καταβροχθίζω»), είτε από δισύλλαβη ρίζα βερη με μηδενισμένο το α' φωνήεν και ετεροιωμένο το β'. Το ίδιο θέμα απαντά πιθ. στο λιθ. gĭrtas «μεθυσμένος», αρχ. ινδ. gīrna- «καταβροχθισμένος» (βλ. και λ. βρωτός). Αξιοσημείωτο είναι ότι η απαθής βαθμίδα της μονοσύλλαβης ρίζας gwer- απαντά στο αρμ. (αόρ.) e-ker «έφαγε», λιθ. geriu, gerti «πίνω», η ετεροιωμένη βαθμίδα στα βορά, λατ. voro «καταπίνω, καταβροχθίζω», αρχ. ινδ. jagāra, ενώ η ασθενής βαθμίδα στο αρχ. ινδ. girati.
ΠΑΡ. βρώμα, βρώσις
αρχ.
βρώμη, βρώμος, βρωσείω, βρωστήρ, βρωτήρ, βρωτύς.
ΣΥΝΘ. βιαβιβρώσκω, καταβιβρώσκω, υποβιβρώσκω
αρχ.
αναβιβρώσκω, αντιβιβρώσκω, αποβιβρώσκω, εκβιβρώσκω, επιβιβρώσκω, περιβιβρώσκω, προβιβρώσκω. Τέλος, σύνθετα με β' συνθετικό -βρως (< θ. βρω-): τριχόβρως (και -βρώς)
αρχ.
αβρώς, αλιβρώς, ανδροβρώς, βαρυβρώς, ημιβρώς, κρατοβρώς, νεοβρώς, οινοβρώς, σαρκοβρώς, σιδηροβρώς, χειροβρώς, ωμοβρώς
μσν.
παιδοβρώς.
Greek Monotonic
βιβρώσκω: μέλ. βρώσομαι, αόρ. αʹ ἔβρωσα, Επικ. αόρ. βʹ ἔβρων, παρακ. βέβρωκα· συγκεκ. τύπος μτχ. βεβρώς, -ῶτος· τύπος Ευκτ. βεβρώθοις, όπως αν προερχόταν από παρακ. βέβρωθα, απαντά σε Ομήρ. Ιλ.· Παθ. μέλ. βεβρώσομαι, αόρ. αʹ ἐβρώθην, παρακ. βέβρωμαι (√ΒΟΡ, βλ. βορ-ά, Λατ. vor-o), τρώω, κατατρώω· βεβρωκὼς κακὰ φάρμακ', σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., τρώγω από κάποιο πράγμα, τρώγω μέρος πράγματος· βεβρωκὼς βοός, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., τρώγομαι· χρήματα βεβρώσεται, θα αφανισθούν, θα καταφαγωθούν, στο ίδ.