δεκαδάκτυλος

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ον,

   A ten fingers long or broad, βάλανος Hp.Morb.3.14, cf.Ath.Mech.16.6.    2 ten-fingered, χεῖρες D.C.47.40.

German (Pape)

[Seite 542] zehnfingrig, Dio Cass. 47, 10; zehn Finger breit, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δεκαδάκτῠλος: -ον, δέκα δακτύλων μῆκοςπλάτος ἔχων, βάλανος Ἱππ. 491. 47. 2) ὁ ἔχων δέκα δακτύλους, χεῖρες Δίων Κ. 47. 40.

Spanish (DGE)

-ον
1 que tiene diez dedos χεῖρες D.C.47.40.3.
2 de diez dedos de grosor hιμάντας ... πλάτος δεκ[αδα] κτύλος IG 13.475.242 (V a.C.), cf. Hp.Morb.3.14 (var.), ξύλα ... πλάτος δεκαδάκτυλα IG 22.1672.148 (Eleusis IV a.C.), διαπήγματα ... καὶ περιπήγματα ... πάχη ἔχοντα δεκαδάκτυλα travesaños y largueros con diez dedos de espesor Ath.Mech.16.6, de longitud λοποὺς ... δεκαδακτύλους τὸ μῆκος Str.15.1.21.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δεκαδάκτυλος, -ον)
1. όποιος έχει πλάτος ή μήκος δέκα δακτύλων
2. αυτός που έχει δέκα δάκτυλα
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) δεκαδάκτυλα, τα
ζώα που έχουν πόδια με δέκα δάκτυλα.