διπλῆ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ἡ, (διπλοῦς) a marg. mark used by Gramm. (<*>, <*>), to indicate vv. Il., rejected verses, etc., and, in dramatic poetry, a new speaker, Cic.Att.8.2.4, Heph.
A Poëm.p.74C., Sch.Il.Oxy.1086 ii 55, etc. II a dance, Poll.4.105, Hsch. III διπλαῖ, αἱ, = δίπλωμα, IG14.1054b: also sg., PSI5.446 (ii A. D.). IV = διπλοΐς, Ap.Ty. Ep.3.
Greek (Liddell-Scott)
διπλῆ: ἡ, (διπλοῦς) σημεῖον τιθέμενον ὑπὸ τῶν Γραμματικῶν ἐν τῷ περιθωρίῳ, ὁμοιάζον πρὸς τὸ Υ ἢ V πλαγίως κείμενον, πρὸς δήλωσιν διαφόρων γραφῶν, ὀβελιστέων στίχων, κτλ., καὶ παρὰ τοῖς δραματικοῖς ποιηταῖς πρὸς δήλωσιν νέου προσώπου ἐν τῷ διαλόγῳ, Ἡφαιστ. 15. 1, Σχόλ. εἰς Αριστοφ. Πλ. 253, Κικ. π. Ἀττ. 8. 2, 4. ΙΙ. χορός τις, Πολυδ. Δ΄, 105, Ἡσύχ.· πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 982.