διώκτης
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
ου, ὁ, = foreg., 1 Ep.Ti.1.13.
German (Pape)
[Seite 649] ὁ, dasselbe, LXX., K. S.
Spanish (DGE)
-ου
• Alolema(s): διωττ- Hsch.
I 1perseguidor, crist. perseguidor de los cristianosde San Pablo, 1Ep.Ti.1.13, Acta Phil.4.6, Cyr.Al.Luc.1.103, de Constancio ὠμότερος τῶν πρὸ αὐτοῦ τυράννων καὶ διωκτῶν Ath.Al.H.Ar.40.1, de Herodes, Gr.Naz.M.35.589B, del emperador Juliano, Gr.Naz.M.35.1121A, de un hereje δ. ἐστὶ τῆς τῶν Χριστιανῶν πίστεως Gr.Nyss.Ref.Eun.333.28
•subst. ὁ δ. el perseguidor, el que persigue ὁ δ. τοῦ λόγου Clem.Al.Strom.5.5.27, cf. Cyr.Al.M.69.824D.
2 que ahuyenta, que pone en fuga c. gen. obj. δ. τοῦ σκότους dicho de Cristo A.Thom.A 80.
3 διώττας· ἐργοδιώκτας e.d. capataces prob. cret., Hsch.
II de abstr. propio de la persecución, de la persecución καιρός Gr.Naz.M.37.619A, 961A.
English (Strong)
from διώκω; a persecutor: persecutor.
English (Thayer)
διωκτου, ὁ (διώκω), a persecutor: 1 Timothy 1:13. Not found in secular writings.
Greek Monolingual
ο (AM διώκτης, ο
θηλ. διῶκτις και διώκτρια, η) διώκω
1. αυτός που καταδιώκει ή επιζητεί να εξοντώσει κάποιον
2. κυνηγετικό σκυλί
μσν.
αυτός που απομακρύνει.