Δωδώνη
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ἡ, Dodona, in Epirus, the seat of the most ancient oracle of Zeus, Il.16.234, Od.14.327, Hes.Fr.134,212, A.Pr.830, etc.: heterocl. forms Δωδῶνος, -ῶνι (as if from Δωδών), S.Fr.460, Tr.172:
A Δωδώνᾱθεν Pi.N.4.53; Δωδώνηθε Call.Del.284: a nom. Δωδώ, Simm. ap.Str.8.5.3.:—Adj. Δωδωναῖος, α, ον, Il.16.233, A.Supp.258, Cratin. 5.: prov., Δωδωναῖον χαλκεῖον chatterbox, Eust.335.45:—fem. Δωδωνίς, ίδος, S.Fr.456, Hdt.2.53, Pherecyd.90 J.
Greek (Liddell-Scott)
Δωδώνη: ἡ, πόλις ἐν Ἠπείρῳ, ἕδρα τοῦ ἀρχαιοτάτου μαντείου τοῦ Διός, Ἰλ. ΙΙ. 234, Ὀδ. Ξ. 327, Τ. 296, οὗ οἱ χρησμοὶ ἐδίδοντο ἔκ τινος δρυὸς (φηγοῦ), Ἡσ. παρὰ Στράβ. 327, παρὰ τῷ Σχολ. Σοφ. Τρ. 1174, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 382, κτλ.· - Ὁ Σοφ. χάριν τοῦ μέτρου μεταχειρίζεται τοὺς ἑτεροκλίτ. τύπους Δωδῶνος, -ῶνι, -ῶνα, (ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. Δωδών). Ἀποσπ. 401, Τρ. 172. - Ἐπίθ. Δωδωναῖος, α, ον, Ἰλ. Π. 233, Αἰσχύλ.· θηλ. Δωδωνίς, ίδος, Σοφ. Ἀποσπ. 401, παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 11.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
Dodone, ville d’Épire, sanctuaire de Zeus.
English (Autenrieth)
Dodōna, in Epīrus, site of an ancient oracle of Zeus, Od. 14.327, Il. 2.750.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): Δωδώ, -οῦς Simm.10; Δωδών, -ῶνος S.Tr.172, Fr.455, Call.483, Euph.2
Dodona, Dodo, Dodón
I 1ciu. del Epiro que da tb. n. al oráculo y santuario de Zeus, a los pies del monte Tomaros y al sudoeste de la actual Ioannina Il.2.750, Od.14.327, Hes.Fr.319, A.Pr.658, Hdt.1.46, E.Ph.982, Ar.Au.716, X.Vect.6.2, Pl.Phdr.244b, Din.1.78, D.21.51, Ephor.20a, Arist.Mete.352a35, Plb.9.35.6, IG 22.1283.6 (III a.C.), Scymn.449, D.S.14.13, D.H.1.18, Philox.Gramm.402, D.P.430, Epaphr.39, Str.1.2.20, Aristid.Or.2.42, Plu.Pyrrh.1, c. ref. al prov. (cf. Δωδωναῖος 2) τὸ ἐν Δωδώνῃ χαλκίον Str.7.fr.3, cf. Zen.6.5, Orac.Sib.3.144.
2 ciu. de Italia, Mnaseas 20.
II mit. Dodona
1 n. de una Oceánide, Epaphr.55, Sch.Er.Il.16.233a, EM 293.9G.
2 hija de Zeus y Europa, epón. de la ciu. de Dodona en el Epiro, Eust.in D.P.428.
Greek Monotonic
Δωδώνη: ἡ, Δωδώνη, στην Ήπειρο, έδρα του αρχαιότερου μαντείου του Δία, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο Σοφ. χρησιμ. τους ετερόκλιτους τύπους Δωδῶνος, -ῶνι, -ῶνα (όπως αν προερχόταν από Δωδών)· επίθ. Δωδωναῖος, -α, -ον, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.