δωτινάζω
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
A receive or collect presents, Hdt.2.180.
German (Pape)
[Seite 696] Gaben einsammeln, annehmen, Her. 2, 180.
Greek (Liddell-Scott)
δωτῑνάζω: δέχομαι ἢ συλλέγω δῶρα, Ἡρόδ. 2. 180.
French (Bailly abrégé)
recevoir des présents, des offrandes.
Étymologie: δωτίνη.
Spanish (DGE)
recibir regalos πλανώμενοι δὲ οἱ Δελφοὶ περὶ τὰς πόλις ἐδωτίναζον para construir el templo, Hdt.2.180.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
δωτῑνάζω: αποδέχομαι ή συλλέγω δώρα, σε Ηρόδ.