ἐπεσβολία

From LSJ
Revision as of 22:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεσβολία Medium diacritics: ἐπεσβολία Low diacritics: επεσβολία Capitals: ΕΠΕΣΒΟΛΙΑ
Transliteration A: epesbolía Transliteration B: epesbolia Transliteration C: epesvolia Beta Code: e)pesboli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A hasty speech, scurrility, ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν Od.4.159, cf. Man.6.625, Q.S.1.748: later in sg., Max.65; φοβερῆς ἰὸς -ίης, of Archilochus' satires, AP9.185, cf. 7.70 (Jul.).

German (Pape)

[Seite 918] ἡ, das Umsichwerfen mit Worten, – a) ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν, dreistes, keckes Geschwätz zu Tage bringen, Od. 4, 159. – b) das Schmähen, τοὺς νείκεε ἐπεσβολίῃσι κακῇσι Qu. Sm. 1, 748, von den Schmähgedichten des Archilochus, En. ad. 503 (IX, 185), vgl. Iul. Aeg. 60 (VII, 70).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεσβολία: ἡ, τὸ ἔπεσι βάλλειν, λοιδορία, βλασφημία, ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν, «τὰς περὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ (τοῦ Τηλεμάχου δηλ.) φλυαρίας καὶ λοιδορίας διεξιέναι» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 159· ἐπὶ τῶν ἰάμβων τοῦ Ἀρχιλόχου (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), Ἀνθ. Π. 9. 185, πρβλ. 7. 70.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
parole légère ou téméraire.
Étymologie: ἐπεσβόλος.

Greek Monolingual

ἐπεσβολία, η (Α) επεσβόλος
λοιδορία.

Greek Monotonic

ἐπεσβολία: ἡ, επιπόλαιος, απερίσκεπτος λόγος, αισχρολογία, σε Ομήρ. Οδ.