ἐπισκευή

From LSJ
Revision as of 23:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκευή Medium diacritics: ἐπισκευή Low diacritics: επισκευή Capitals: ΕΠΙΣΚΕΥΗ
Transliteration A: episkeuḗ Transliteration B: episkeuē Transliteration C: episkevi Beta Code: e)piskeuh/

English (LSJ)

ἡ,

   A repair, restoration, τῶν ἱρῶν Hdt.2.174, cf. 175; τειχῶν D.18.311, etc.; τὰς ἐ. καὶ κατασκευὰς τῶν δημοσίων Plb.6.17.2.    2. means of repairing, Th.1.52.    II. pl., materials for repair or equipment, stores, ἐλέφαντα καὶ μαχαιρῶν λαβὰς καὶ ἄλλας ἐ. D.27.20; χορηγίας καὶ ἐ. Plb.1.72.3.

German (Pape)

[Seite 978] ἡ, die Wiederherstellung, Ausbesserung, τῶν ἱρῶν Her. 2, 174; τῶν νεῶν Thuc. 1, 52; τοῦ βαλανείου Is. 5, 28; τῶν τειχῶν Dem. 18, 311 u. Sp.; χορηγίαι καὶ ἐπισκευαί, Ausrüstung, Pol. 1, 72, 3 . – Im plur. auch Geräthschaften, Dem. 27, 20; Pol. 11, 9, 1. – Bei Isocr. 7, 52 hat Bekker κατασκευάς hergestellt.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκευή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τῶν ἱρῶν Ἡρόδ. 2. 174, πρβλ. 175· τῶν τειχῶν Δημ. 329. 5, κτλ.· τὰς ἐπ. καὶ κατασκευὰς τῶν δημοσίων Πολύβ. 6. 17, 2. ΙΙ. ὑλικὰ πρὸς ἐπισκευὴν ἢ παρασκευήν, τῶν νεῶν Θουκ. 1. 52· οὕτως ἐν τῷ πληθ., ἐλέφαντα καὶ μαχαιρῶν λαβὰς καὶ ἄλλας ἐπισκευὰς Δημ. 819. 25· χορηγίας καὶ ἐπ. Πολύβ. 1. 72, 3, πρβλ. 11. 9, 1.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 restauration, reconstruction (de murs, de temples, etc.) ; radoub d’un navire;
2 αἱ ἐπισκευαί meubles, instruments, matériel de fabrication.
Étymologie: ἐπί, σκευή.

Greek Monolingual

η (AM ἐπισκευή) σκευή
επιδιόρθωση, ανακαίνιση (α. «επισκευή σπιτιού» β. «τούτων μὲν τῶν ἱρῶν... ἐς ἐπισκευὴν ἐδίδου», Ηρόδ.)
αρχ.
1. τρόποι, μέσα επισκευής («καὶ ἐπισκευήν οὐκ οὖσαν τῶν νεῶν ἐν χωρίῳ ἐρήμῳ», Θουκ.)
2. υλικά για επισκευή («ἐλέφαντα εἰς μαχαιρῶν λαβὰς καὶ ἄλλας ἐπισκευάς», Δημοσθ.)
3. παρασκευή («ἐτοιμάζοντας πλείστας χορηγίας καὶ ἐπισκευάς», Πολ.)
4. εξοπλισμός, εξαρτήματα
5. τέχνασμα.

Greek Monotonic

ἐπισκευή: ἡ,
I. διόρθωση, ανακαίνιση, σε Ηρόδ., Δημ.
II. υλικά για επιδιόρθωση ή προετοιμασία, κατάλληλα για εξοπλισμό, εφόδια, πυρομαχικά, πολεμοφόδια, σε Ξεν.