θρεπτέος

From LSJ
Revision as of 23:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρεπτέος Medium diacritics: θρεπτέος Low diacritics: θρεπτέος Capitals: ΘΡΕΠΤΕΟΣ
Transliteration A: threptéos Transliteration B: threpteos Transliteration C: threpteos Beta Code: qrepte/os

English (LSJ)

α, ον, (τρέφω)

   A to be fed, nurtured, metaph., γυμναστικῇ Pl.R.403c.    II θρεπτέον one must feed, keep, Id.Ti.19a, X.Lac.9.5.    2 (from Pass.) ἢ ἐργαστέον ἢ ἀπὸ τῶν εἰργασμένων θρεπτέον one must live on what has been earned, Id.Eq.Mag.8.8.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de τρέφω.

Greek Monotonic

θρεπτέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ. του τρέφω, αυτός που προορίζεται να τραφεί, σε Πλάτ.
II. 1. θρεπτέον, αυτό που πρέπει να τραφεί, σε Ξεν.
2. από την Παθ., αυτός που πρέπει να θρέφεται, να ζει, στον ίδ.