κιθάρα

From LSJ
Revision as of 13:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐθάρα Medium diacritics: κιθάρα Low diacritics: κιθάρα Capitals: ΚΙΘΑΡΑ
Transliteration A: kithára Transliteration B: kithara Transliteration C: kithara Beta Code: kiqa/ra

English (LSJ)

Ion. κῐθάρ-η [θᾰ], ἡ,

   A lyre, Hdt.1.24, Epich.79, E.Ion882 (anap.), etc.; cf. κίθαρις.    II = κίθαρος, thorax, Hippiatr.46: in pl., ribs of the horse, ib.38.

German (Pape)

[Seite 1437] ἡ, 1) die Cither, ein Saiteninstrument, vgl. κίθαρις; Plat. Rep. III, 399 d u. Folgde; ἑπτάφθογγος Eur. Ion 882, Ἀσιάς Cycl. 443, öfter. Sie war von der λύρα unterschieden, durch Hermes erfunden. – 2) = κίθαρος, Brusthöhle, Brust, Sp. – 3) Bei Plut. de fluv. 3, 4 eine Pflanze.

Greek (Liddell-Scott)

κῐθάρα: Ἰων. -ρη θᾰ, ἡ, τὸ Λατ. cithara (ὁπόθεν guitar), εἶδος λύρας ἢ φόρμιγγος, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 510, 515, Ἡρόδ. 1. 24, καὶ Ἀττ.· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. καὶ Ὀδ. ἀείποτε κίθαρις. ― Εἶχε σχῆμα τριγωνικόν, καὶ ἑπτὰ χορδὰς (ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Τερπάνδρου), Εὐρ. Ἴων 881· ἀλλ’ ηὐξήθη ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν βραδύτερον εἰς ἐννέα καὶ ἕνδεκα, Σουΐδ. ἐν λέξ. Τιμόθεος. Ἀδύνατον δὲ ἦτο νὰ διέφερε πολὺ ἀπὸ τῆς λύρας ἢ τῆς φόρμιγγος, (ἴδε λέξ. κιθαρίζω)· πρβλ. λεξικὸν τ. Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ. λύρα. ΙΙ. = κίθαρος· ἐν τῷ πληθ. αἱ πλευραὶ τοῦ ἵππου, Ἱππίατρ. σ. 135.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 cithare, sorte de luth ou de lyre;
2 plante.
Étymologie: DELG emprunt orient. prob.

English (Strong)

of uncertain affinity; a lyre: harp.

English (Thayer)

κιθάρας, ἡ, a harp (cf. Stainer, Music of the Bible, chapter iv.; B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Harp): τοῦ Θεοῦ, to which the praises of God are sung in heaven, Winer s Grammar, § 36,3b. (From Homer h. Merc., Herodotus on.)

Greek Monolingual

ἡ (ΑΜ κιθάρα, Α ιων. τ. κιθάρη
στον Όμ. πάντοτε κίθαρις)
νεοελλ.
1. εξάχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με κρούση ή έλξη τών χορδών με τις άκρες τών δακτύλων
2. ναυτ. είδος τροχίλου με επιμήκη θήκη σχήματος 8
μσν.
1. θώρακας, στήθος, κίθαρος
2. στον πληθ. αἱ κιθάραι
τα πλευρά του αλόγου («αἵ τε κιθάραιπαρ' ἑκάτερα τοῡ νώτου», Ιππιατρ.)
μσν.-αρχ.
είδος έγχορδου μουσικού οργάνου («παίδων χοροὶ συνελθόντες ὑπ' αὐλῷ καὶ κιθάρᾳ οἱ μὲν ἐχόρευον», Λουκιαν.)
αρχ.
1. εθνικό μουσικό έγχορδο όργανο τών αρχαίων Ελλήνων, τελειοποιημένη μορφή της λύρας και της φόρμιγγας, οι οποίες έμοιαζαν αλλά δεν ταυτίζονταν με την κιθάρα, με σχήμα τριγώνου και με αριθμό χορδών που ποίκιλλε κατά καιρούς από 5 έως 7 και αργότερα έως 11
2. είδος φυτού του Παγγαίου όρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. ανατολικής προελεύσεως.
ΠΑΡ. κιθαρίζω
αρχ.
κίθαρος.
ΣΥΝΘ. κιθαρωδός, κιθαρωδώ
αρχ.
κιθαραοιδός, κιθαρηφόρος, κιθαρώδησις, κιθαρωδία, κιθαρωδικός, κιθαρωδίστρια].

Greek Monotonic

κῐθάρα: Ιων. -ρη [θᾱ], , το Λατ. cithara (απ' όπου guitar), είδος λύρας ή λαούτου, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αττ.· ήταν τριγωνικού σχήματος και με εφτά χορδές, σε Ευρ.· πρβλ. το επόμ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιθάρα -ας, ἡ, Ion. κιθάρη, citer.