κυφαγωγός
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
German (Pape)
[Seite 1539] ἵππ ος, ein Pferd, das den Hals vorgebogen trägt; Xen. de re equ. 7, 10; Poll. 1, 197.
Greek Monolingual
κυφαγωγός, -όν (Α)
φρ. «κυφαγωγὸς ἵππος» — ίππος που βαδίζει με κυρτό τον αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυφός + -αγωγός (< ἄγω), πρβλ. ιππ-αγωγός, χαλιν-αγωγός].
Greek Monotonic
κῡφᾰγωγός: ὁ, αυτός που έχει χαμηλά το κεφάλι και καμπυλωτό το λαιμό, λέγεται για άλογα, σε Ξεν.