κωφόω
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
A numb, deaden, ὀδύνας κωφοῖ Hp.Liqu.1, cf. Gal.19.116:—Pass., Hp. Morb.2.8: metaph. in Pass., κ. πρὸς μάθησιν Ph.1.548; κεκωφωμένος πρὸς τὰ τεχνικὰ θεωρήματα S.E.M.1.34. 2 deafen, in Pass., ὁκόσοισιν ἂν τὰ ὦτα κωφωθῇ Hp.Aph.4.60, cf. Ph.1.224. 3 put to silence, in Pass., become dumb, LXX Ps.38(39).3. II maim, injure, in Pass., Hp.Loc.Hom.2, cf. Erot.s.v.κωφωθῇ. III Pass., of water, lose its freshness, Hp.Vict.1.35.
German (Pape)
[Seite 1548] stumm und bes. tanb machen, Sp., bes. LXX.
Greek (Liddell-Scott)
κωφόω: (κωφὸς) = κωφάω, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΗ΄, 3, 13), Γαλην. 19. 116· ― Παθ., γίνομαι κωφός, τὰ ὦτα Ἱππ. Ἀφ. 1251, πρβλ. 149Ε· γίνομαι βωβός, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΗ΄, 9)· εἶμαι ἀδρανής, νωθρός, πρός τι, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σέξτ. Ἐμπ.