Ληναϊκός

From LSJ
Revision as of 00:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ληνᾰϊκός Medium diacritics: Ληναϊκός Low diacritics: Ληναϊκός Capitals: ΛΗΝΑΪΚΟΣ
Transliteration A: Lēnaïkós Transliteration B: Lēnaikos Transliteration C: Linaikos Beta Code: *lhnai+ko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or belonging to the Λήναια, ἀγῶνες Posidipp. ap. Ath.7.414e; διδασκαλίαι Plu.2.839d; θέατρον Λ. Poll.4.121.

Greek (Liddell-Scott)

Ληναϊκός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὰ Λήναια, Ἀνθ. Π. Παράρτ. 68, Πλούτ. 2. 839D· θέατρον Λ. Πολυδ. Δ΄, 121.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les fêtes du pressoir.
Étymologie: Λήναια.

Greek Monotonic

Ληναϊκός: -ή, -όν, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στα Λήναια, σε Ανθ.