μεσόνεοι
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
ων, οἱ,
A rowers amidships, who had the longest oars, Arist.Mech.850b10, IG12(1).43 (Rhodes, i B. C.):—hence κώπη μεσονέως (prob. for μέσον νεώς), Arist.PA687b18.
German (Pape)
[Seite 139] οἱ, heißen auf den mit drei Reihen Ruderbänken versehenen Trieren die Ruderer auf der mittleren Bank, vgl. θαλαμίτης u. θρανίτης, Arist. mechan. 4. – Aber κώπη μεσόνεως Arist. part. an. 4, 10 ist f. L. für μέσον νεώς.
Greek (Liddell-Scott)
μεσόνεοι: -ων, οἱ, οἱ κωπηλατοῦντες ἐν τῷ μέσῳ νεώς, οἵτινες εἶχον τὰς μακροτάτας κώπας, Ἀριστ. Μηχαν. 4. 1, πρβλ. Γαλην. 4. 312· - ἐντεῦθεν ὁ Schneid. διορθοῖ κώπη μεσόνεως ἀντὶ κώπη μέσον νεὼς ἐν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 27.
Greek Monolingual
μεσόνεοι, οἱ (Α)
οι κωπηλάτες που κάθονταν στο μέσο του πλοίου και οι οποίοι χρησιμοποιούσαν πολύ μακριά κουπιά («διὰ τί οἱ μεσόνεοι μάλιστα τὴν ναῡν κινοῡσι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ναῦς, νεώς.