μυστοδόκος

From LSJ
Revision as of 00:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυστοδόκος Medium diacritics: μυστοδόκος Low diacritics: μυστοδόκος Capitals: ΜΥΣΤΟΔΟΚΟΣ
Transliteration A: mystodókos Transliteration B: mystodokos Transliteration C: mystodokos Beta Code: mustodo/kos

English (LSJ)

ον, (μύστης, δέχομαι)

   A receiving the mysteries or the initiated, μ. δόμος, i.e. Eleusis, Ar.Nu.303 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 223] die Geweih'ten aufnehmend, enthaltend, οἶκος, Ar. Nubb. 303, von Eleusis.

Greek (Liddell-Scott)

μυστοδόκος: -ον, (μύστης, δέχομαι) ὁ δεχόμενος τὰ μυστήρια ἢ τοὺς μεμυημένους, δόμος μ., δηλ. ἡ Ἐλευσίς, Ἀριστοφ. Νεφ. 303.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit les initiés.
Étymologie: μύστης, δέκομαι.

Spanish

iniciado en los misterios

Greek Monolingual

μυστοδόκος, -ον (Α)
αυτός που δέχεται ή περιέχει τους μύστες ή τα μυστήρια («δόμος μυστοδόκος» — η Ελευσίνα, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. μυλο-δόκος, ναυλο-δόκος.

Greek Monotonic

μυστοδόκος: -ον (μύστης, δέχομαι), αυτός που δέχεται τους μυημένους στα μυστήρια, δόμος μυστοδόκος, δηλ. η Ελευσίνα, σε Αριστοφ.