μυστοδόκος
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
English (LSJ)
ον, (μύστης, δέχομαι)
A receiving the mysteries or the initiated, μ. δόμος, i.e. Eleusis, Ar.Nu.303 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 223] die Geweih'ten aufnehmend, enthaltend, οἶκος, Ar. Nubb. 303, von Eleusis.
Greek (Liddell-Scott)
μυστοδόκος: -ον, (μύστης, δέχομαι) ὁ δεχόμενος τὰ μυστήρια ἢ τοὺς μεμυημένους, δόμος μ., δηλ. ἡ Ἐλευσίς, Ἀριστοφ. Νεφ. 303.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui reçoit les initiés.
Étymologie: μύστης, δέκομαι.
Spanish
Greek Monolingual
μυστοδόκος, -ον (Α)
αυτός που δέχεται ή περιέχει τους μύστες ή τα μυστήρια («δόμος μυστοδόκος» — η Ελευσίνα, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. μυλο-δόκος, ναυλο-δόκος.
Greek Monotonic
μυστοδόκος: -ον (μύστης, δέχομαι), αυτός που δέχεται τους μυημένους στα μυστήρια, δόμος μυστοδόκος, δηλ. η Ελευσίνα, σε Αριστοφ.