adv.familièrement : οἰκείως ἔχειν τινί, πρός τινα ou χρῆσθαί τινι οἰκείως XÉN avoir avec qqn des relations familières ou intimes;Cp. οἰκειότερον, Sp. οἰκειότατα.Étymologie: οἰκεῖος.
οἰκείως: βλ. οἰκεῖος Α.