οἰκείως

Revision as of 19:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

French (Bailly abrégé)

adv.
familièrement : οἰκείως ἔχειν τινί, πρός τινα ou χρῆσθαί τινι οἰκείως XÉN avoir avec qqn des relations familières ou intimes;
Cp. οἰκειότερον, Sp. οἰκειότατα.
Étymologie: οἰκεῖος.

Greek Monotonic

οἰκείως: βλ. οἰκεῖος Α.