ὀκτωδάκτυλος
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
English (LSJ)
ον,
A v. ὀκταδ-.
German (Pape)
[Seite 317] von acht Fingern, acht Zoll groß, lang, dick, Ar. Lys. 109; σχοινία, eine Art Taue, deren vier auf jeder Triere waren, Att. Seew.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτωδάκτῠλος: ον. ἴδε ὀκταδ-.
Greek Monolingual
ὀκτωδάκτυλος, -ον (Α)
βλ. οκταδάκτυλος.