ὀρικτίτης

From LSJ
Revision as of 09:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

German (Pape)

[Seite 378] ὁ, nur συὸς ὀρικτίτου, Pind. frg. 267, wofür Schol. Eur. Phoen. 687 Malth. richtiger ὀρεικτίτου steht; wahrscheinlich aber ist ὀρεικτίστης zu ändern.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρικτίτης: [ῐ], -ου, ὁ, (κτίζω) ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν ὀρέων, συχνάζων ἀνὰ τὰ ὄρη, ὑὸς ὀρικτίτου (διάφ. γραφ. ὀρεικτίτου), Πινδ. Ἀποσπ. 267.