παρδάλειος

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρδᾰλειος Medium diacritics: παρδάλειος Low diacritics: παρδάλειος Capitals: ΠΑΡΔΑΛΕΙΟΣ
Transliteration A: pardáleios Transliteration B: pardaleios Transliteration C: pardaleios Beta Code: parda/leios

English (LSJ)

or παρδᾰλ-εος (which is said to be Ion., EM652.35), ον,

   A of or like a pard, π. στέαρ Dsc.2.76 ; π. φάρμακον, prob. = παρδαλιαγχές, Arist.Mir.831a5 : metaph., of savage men, παρδάλεοι θῆρες LXX 4 Ma.9.28.

German (Pape)

[Seite 509] auch 2 Endgn, = παρδάλεος, Sp.; – φάρμακον, Arist. mirab. 6.

Greek (Liddell-Scott)

παρδάλειος: ἢ -εος, ον, (ὅπερ λέγεται ὅτι εἶναι Ἰων., Ἐτυμ. Μέγ.)· ― ὁ ἀνήκων εἰς πάρδαλιν ἢ ὅμοιος αὐτῇ, π. στέαρ Διοσκ. 2. 90· π. φάρμακον πιθ., = παρδαλιαγχές, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 6· μεταφορ., ἐπὶ ἀγρίων ἀνθρώπων, παρδάλεοι θῆρες Ἰωσήπ. Μακκ. 9. 28.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 de panthère ou de léopard;
2 semblable à une panthère ou à un léopard.
Étymologie: πάρδαλις.

Greek Monolingual

-ον, και παρδαλαῑος, -α, -ον, και ιων. τ. παρδάλεος, -ον, ΜΑ πάρδαλις
1. αυτός που μοιάζει με λεοπάρδαλη, κυρίως ως προς το στικτό δέρμα
2. αυτός που προέρχεται από λεοπάρδαλη («παρδάλειον στέαρ»)
3. δόλιος και κακός.