πενθερός

Revision as of 01:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ὁ,

   A father-in-law, Il.6.170, Od.8.582, Lex Draconisap.D. 43.57 (pl.), Hdt.3.52, PCair.Zen.369.2 (iii B. C.) ; λαβὼν Ἄδραστον π. S.OC1302 : in pl., parents-in-law, E.Hipp.636.    II generally, connexion by marriage, e.g. brother-in-law, Id.El.1286 ; also, = γαμβρός, son-in-law, S.Fr.305 (pl.). (Cf. Skt. bándhus 'kinsman', Lith. beñdras 'comrade', Goth. bindan 'bind'.)

German (Pape)

[Seite 554] ὁ, Vater der Frau, Schwiegervater, socer; Il. 6, 140 Od. 8, 582; λαβὼν Ἄδραστον πενθερόν, Soph. O. C. 1304, der nach B. A. 229 auch πενθερός für γαμβρός, Schwiegersohn brauchte, wie Eur. El., vgl. Valck. zu Phoen. 431; folgde Dichter; in sp. Prosa nach Moeris hellenistisch für das attische κηδεστής.

Greek (Liddell-Scott)

πενθερός: ὁ, ὁ πατὴρ τοῦ συζύγου ἢ τῆς συζύγου, Λατ. socer ὡς τὸ ἑκυρός, Ἰλ. Ζ. 170, Ὀδ. Θ. 582, Ἡρόδ. 3. 52, καὶ Ἀττ.· λαβὼν Ἄδραστον πενθερὸν Σοφ. Ο. Κ. 1302· - ἐν τῷ πληθ. οἱ «συμπέθεροι» ἢ τὰ «πεθερικά», πενθεροὺς δ’ ἀνωφελεῖς Εὐρ. Ἱππ. 636· οὕτω soceri παρὰ Οὐεργιλ. ἐν Αἰν. 5. 457, Tac. Αn. 1. 55. II. καθόλου, συγγενὴς ἐξ ἀγχιστείας, π.χ. ἀνδράδελφοςγυναικάδελφος, Εὐρ. Ἠλ. 1286, Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 431· ὡσαύτως = γαμβρός, ὁ ἀνὴρ θυγατρός, Σοφ. Ἀποσπ. 293. (πενθερός, -ρά, παραβάλλονται ὑπὸ τοῦ Pott καὶ Curt. πρὸς τὸ Σανσκρ. bandh-u (connexio, cognatio, cognatus), ἐκ τῆς ῥίζης bandh, handh-âmi (δένω, πρβλ. Γοτθ. bind-a, κτλ.).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
propr. qui contracte un lien de famille par le mariage;
1 beau-père, père de la femme ; plur. οἱ πενθεροί EUR les beaux-parents;
2 beau-frère, mari de la sœur.
Étymologie: R. Πενθ, skr. Bandh, lier.

English (Autenrieth)

father-in-law, Od. 8.582 and Il. 6.170.

English (Strong)

of uncertain affinity; a wife's father: father in law.

English (Thayer)

πενθεροῦ, ὁ, a father-in-law, a wife's father: Homer, Sophocles, Euripides, Plutarch, others; the Sept. (for חָם, חֹתֵן.).)

Greek Monolingual

ὁ, ΝΜΑ
βλ. πεθερός.

Greek Monotonic

πενθερός: ὁ,
I. πεθερός, Λατ. socer, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., τα πεθερικά, σε Ευρ.
II. γενικά, συγγένεια κατόπιν γάμου, π.χ. γαμπρός, κουνιάδος, στον ίδ.