πόρνη

From LSJ
Revision as of 20:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόρνη Medium diacritics: πόρνη Low diacritics: πόρνη Capitals: ΠΟΡΝΗ
Transliteration A: pórnē Transliteration B: pornē Transliteration C: porni Beta Code: po/rnh

English (LSJ)

ἡ,

   A harlot, prostitute, Archil.142, Ar.Ach.527, etc. (Prob.from πέρνημι, because Greek prostitutes were commonly bought slaves.)

German (Pape)

[Seite 684] ἡ, Hure, feile Dirne, fem. von πόρνος; Archil. 26; Ar. Ach. 1056 Plut. 243 u. öfter; Ath. oft; ἄνθρωπος, Lys. 4, 9; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πόρνη: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἀρχίλ. 131, Ἀριστοφ. Ἀχ. 527, κ. ἀλλ. (Πιθαν. ἐκ τοῦ περνάω, ἐπειδὴ αἱ παρ’ Ἕλλησι πόρναι συνήθως ἦσαν ὤνιαι δοῦλαι).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
femme de mauvaise vie, prostituée.
Étymologie: πέρνημι.

English (Strong)

feminine of πόρνος; a strumpet; figuratively, an idolater: harlot, whore.

English (Thayer)

πόρνης, ἡ (from περάω, πέρνημι, to sell; Curtius, § 358), properly a woman who sells her body for sexual uses (cf. Xenophon, mem. 1,6, 13), the Sept. for זונָה;
1. properly, a prostitute, a harlot, one who yields herself to defilement for the sake of gain (Aristophanes, Demosthenes, others); in the N. T. universally, any woman indulging in unlawful sexual intercourse, whether for gain or for lust: πορνεία, b. and πορνεύω, 3), metaphorically, an idolatress; so of 'Babylon' i. e. Rome, the chief seat of idolatry: Revelation 19:2.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
γυναίκα που προσφέρει σε άνδρες το σώμα της για σαρκική ηδονή έναντι χρηματικής αμοιβής, ιερόδουλος, εταίρα, πουτάνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Η λ. πόρ-νη παράγεται από θ. πορ- του ρ. πέρνημι «πουλώ» (με ανώμαλο φωνηεντισμό -ο-), το οποίο πιθ. μπορεί να ερμηνευθεί ως συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας με φωνήεν -ο- όπως στον αιολ. τ. πορνάμεν (βλ. λ. πέρνημι). Η λ. πόρνη πρέπει μάλλον να θεωρηθεί ουσιαστικοποιημένο ρημ. επίθ. με επίθημα -nā (πρβλ. λίχ-νο-ς < λείχω) και αρχική σημ. «γυναίκα πουλημένη σε ξένη χώρα». Η λ. στη συνέχεια εξελίχθηκε στη σημ. «γυναίκα που πουλά, που προσφέρει το σώμα της σε άνδρες με χρηματική αμοιβή». Η άποψη ότι η λ. πόρνη είναι όνομα του τύπου τών ποινή, φερνή με σημ. «πώληση» — και όχι επίθ. — δεν θεωρείται πιθ. κυρίως από σημασιολογική άποψη. Για τη διαφορά της σημ. ανάμεσα στη λ. πόρνη και τις λ. εταίρα και παλλακή, βλ. λ. παλλακή.

Greek Monotonic

πόρνη: ἡ (πέρνημι), γυναίκα που εκδίδεται, σε Αριστοφ.