προστάτης

From LSJ
Revision as of 19:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστᾰτης Medium diacritics: προστάτης Low diacritics: προστάτης Capitals: ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: prostátēs Transliteration B: prostatēs Transliteration C: prostatis Beta Code: prosta/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (προΐστημι)

   A one who stands before, front-rank man, f.l. for πρωτοστάτης in X.Cyr. 3.3.41, Eq.Mag.2.2,6:—but elsewh.,    II leader, chief, esp. of a democracy, προστάτεω ἐπιλαβέσθαι Hdt.1.127, 5.23; οἱ π. τοῦ δήμου Th.3.75, 4.46,66; οἱ τῶν δήμων π. Id.3.82; ὁ π. Κλέων Ar.Ra.569, cf. Eq.1128 (lyr.); μεταβολὴ ἐκ προστάτου ἐπὶ τύραννον Pl.R.565d; [Σόλων] πρῶτος τοῦ δήμου π. Arist.Ath.2.2,al.    2 generally, ruler, opp. ἀστοί, A.Supp.963; Καδμείων Id.Th.1031; Κνωσίων Arr.Epict.3.9.3; Μολοσσῶν GDI1334 (Epirus, iii B.C.); χώρας, χθονός, E.Heracl. 964, IA373 (troch.); τῆς Ἑλλάδος προστάται, of the Spartans, X.HG 3.1.3, cf. Isoc.4.103, D.9.23; π. τοῦ ἐμπορίου, of Greeks in Egypt, Hdt. 2.178; τοῦ πολέμου X.Cyr.7.2.23; προστάται τῆς εἰρήνης its chief authors, Id.HG5.1.36; τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς ἐπιμελείας π. D.22.78; administrator, τῆς κεχωρισμένης προσόδου PTeb.81.19 (ii B.C.); [τοῦ ἱεροῦ] OGI531.3 (Bithynia, iii A.D.); θεᾶς ib.209.4 (Philae, iii A.D.), cf. Ostr.412, al. (i A.D.): metaph., ἔρως π. τῶν ἀργῶν ἐπιθυμιῶν Pl.R. 572e.    3 president or presiding officer, π. τοῦ γυμνασίου CIG2881.16 (Branchidae), cf. OGI130.16 (Egypt, ii B.C.), Supp.Epigr.4.598.37 (Teos, i B.C.), IG22.1368.13; π. συνεδρίου ib.9(2).205.33 (Aetolian League); προβούλων ib.9(1).694.116 (Corc.); [γερουσίας] ib.7.2808 (Hyettus, iii B.C.); δαμιοργῶν ib.5(1).1425.16 (Messene); [βουλᾶς] ib.14.256.5 (Phintias); τῆς μέσης Ἀκαδημίας S.E.P.1.232: freq. in pl., = πρυτάνεις, SIG194.15 (Amphipolis, iv B.C.), etc.; γνώμα προστατᾶν ib.187.1 (Cnidus, iv B.C.), cf. IG12(8).264.13 (Thasos, iv B.C.).    III one who stands before and protects, guardian, champion, πυλωμάτων A.Th.408, cf. 798; πόλεως Pl.Grg.519b; [τῆς ποιητικῆς] Id.R.607d; τῆς πάντων ἐλευθερίας D.15.30, etc.; epith. of gods, as Apollo, S.Tr.209 (lyr.), IPE12.89 (ii A.D.).    2 at Athens, etc., patron who took charge of the interests of μέτοικοι, etc.: hence ἐπὶ προστάτου οἰκεῖν live under protection of a patron, Lys.31.9, 14, Lycurg.145; προστάτην ἐπιγράφειν τινά choose as one's patron, Luc. Peregr.11; αὑτῷ πονηρὸν προστάτην ἐπεγράψατο Ar.Pax684; ἔχειν Id.Pl.920, cf. S.OT882 (lyr.); νέμειν π. Arist.Pol.1275a13; also γράφεσθαι προστάτου to be entered by one's patron's name, be attached to a patron, οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράφομαι S.OT411.    3 = Lat. patronus, Plu.Rom.13, Mar.5, IG3.687, 14.1078 (Rome, iii A.D.), OGI549.6 (Ancyra, iii A.D.), etc.    IV θεοῦ π. one who stands before a god to entreat him, suppliant, S.OC1278, cf. 1171.    V Medic., prostate gland, Herophil. ap. Gal.UP14.11 (v.l.).

German (Pape)

[Seite 781] ὁ, der Vorstand, Vorsteher, Vorgesetzte, Anführer, Aesch. Spt. 1017; im Ggstz der ἀστοί, Suppl. 941; χθονός, Eur. I. A. 373 Heracl. 964; Her. 1, 127. 2, 179 u. sonst; bes. der an der Spitze der Partei steht, Parteihaupt, πόλεως, Plat. Gorg. 519 b; καὶ ἄρχων, Phaedr. 241 a; καὶ ἐπιμελητής, Legg. VI, 766 b; oft bei Thuc.; Xen. τοῦ πολέμου, Cyr. 7, 2, 23; Folgde; τῆς προαιρέσεως, Pol. 2, 39, 12 u. oft; Dem. 9, 23, die Hegemonie haben; vgl. Xen. Hell. 3, 1, 2; – der Vorstand, Beistand, Beschützer, τόνδ' ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτων, Aesch. Spt. 380. 780; Ἀπόλλων, wie προστατήριος, Soph. Tr. 208; ἧς (νόσου) σε προστάτην σωτῆρά τε μοῦνον ἐξευρίσκομεν, Beschützer gegen die Krankheit, O. R. 303; übh. der für Etwas sorgt, mit folgdm ὅπως, Xen. Mem. 2, 7, 9, wo die Lesart schwankt, – Bes. in Athen der Bürger, der als Patron eines Nichtbürgers oder μέτοικος (οἱ τῶν μετοίκων Ἀθήνῃσι προεστηκότες προστάται ἐκαλοῦντο, Harpocr., der als den eigentlichen Ausdruck von Seiten der Metöken προστάτην νέμειν anführt) dessen Rechtshändel vor Gericht führte u. ihn in allen bürgerlichen Angelegenheiten vertrat, wonach Soph. sagt ὥςτ' οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι, O. R. 411, ich werde mich nicht als Schützling des Kreon od. ihn als meinen Schutzherrn einschreiben lassen; θεὸν οὐ λήξω ποτὲ προστάταν ἴσχων, 882; Ar. Pax 667 Plut. 920 u. öfter; so bes. bet den attischen Rednern, ἐπὶ προστάτου οἰκεῖν, Lys. 31, 9, von dem Metöken, der in Athen nicht anders sich aufhalten darf, als wenn er einen προστάτης hat; vgl. Dem. 25, 58; Arist. u. Folgde; προστάτην ἐπέγραφον, Luc. Peregr. 11; dem röm. patronus entsprechend, Plut. Rom. 13 Mar. 5. – Aber προστάτης θεοῦ ist der vor einen Gott tritt, um ihn anzuflehen, Soph. O. C. 1173. 1280. – Bei Xen. Cyr. 3, 3, 41 sind οἱ προστάται = οἱ ἔμπροσθεν, die im Vordertreffen, den οὐραγοί entgeggstzt.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. qui se tient en avant :
1 qui se tient le premier dans une ligne de bataille, chef de file;
2 chef, particul. chef de parti ; en gén. président, chef, celui qui dirige, gén.; à Athènes prostatès, président d’une commission, d’un conseil;
3 protecteur, défenseur contre, gén. ; particul. protecteur ou patron des métèques, à Athènes : τινος προστάτου γράφεσθαι SOPH se faire inscrire sous le nom d’un patron, càd s’attacher à un patron, être le protégé de qqn ; à Rome patron;
II. qui se tient devant ou s’approche de : θεοῦ SOPH qui se tient devant l’autel d’un dieu, suppliant.
Étymologie: προΐστημι.

Spanish

protector

Greek Monolingual

ο, θηλ. τ. προστάτρια ΝΜΑ, και προστάτισσα Ν Μ, και προστάτιδα Ν, και προστάτις, -ιδος, Α προΐσταμαι
1. αυτός που παρέχει προστασία, φύλακαςπροστάτης της πόλης μας»)
2. υπερασπιστής, προασπιστήςπροστάτης τών ανθρώπινων δικαιωμάτων»)
3. κηδεμόνας, αρωγόςπροστάτης τών γραμμάτων και τών τεχνών»)
4. (στην αρχαία Αθήνα) πολίτης που αντιπροσώπευε ενώπιον τών διοικητικών και δικαστικών αρχών έναν μέτοικο ή απελεύθερο
5. ανατ. αδένας του ανδρικού γεννητικού συστήματος με σχήμα καστάνου, ο οποίος βρίσκεται αμέσως κάτω από την ουροδόχο κύστη και προσθέτει ένα έκκριμα στα σπερματοζωάρια, το προστατικό υγρό, κατά την εκσπερμάτιση
αρχ.
1. αυτός που στέκεται στην πρώτη γραμμή
2. αρχηγός, ιδίως πολιτικής μερίδας («οἱ δὲ τοῡ δήμου προστάται πείθουσιν αὐτόν», Θουκ.)
3. (γενικά) κυβερνήτης, προϊστάμενοςπροστάτης χώρας», Ευρ.)
4. αυτός που είναι πρώτος σε κάτι, που έχει τα πρωτεία σε κάτι («καὶ προστάται τοῡ ἐμπορίου αὗται αἱ πόλιες εἰσὶ αἱ παρέχουσαι», Ηρόδ.)
5. πρωτεργάτηςπροστάτης τοῡ πολέμου», Ξεν.)
6. επιστάτης, επιμελητήςπροστάτης καὶ ἐπιμελητής [τῆς παιδείας]», Πλάτ.)
7. πρόεδροςπροστάτης συνεδρίου», επιγρ.)
8. (ως επίθ. θεοτήτων) προστατήριος
9. στον πληθ. oἱ προστάται
οι πρυτάνεις, οι πρόεδροι
10. φρ. α) «προστάτης τῶν Ἑλλήνων [ή τῆς Ἑλλάδος]» — αυτός που έχει την ηγεμονία της Ελλάδας
β) «ἐπὶ προστάτου οἰκεῑν» — το να είναι κανείς υπό την κηδεμονία προστάτη
γ) «προστάτην ἐπιγράφειν τινά» και «προστάτην ἐπιγράφεσθαι» — εκλέγω κάποιον ως προστάτη («αὐτῷ πονηρὸν προστάτην ἐπεγράψατο», Αριστοφ.)
δ) «γράφεσθαι προστάτου»
i) γράφω το όνομά μου κοντά στο όνομα ενός προστάτη
ii) (κατ' επέκτ.) προσκολλώμαι σε προστάτη («Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι», Σοφ.)
ε) «θεοῡ προστάτης» — αυτός που στέκεται μπροστά σε θεό για να τον ικετεύσει, ικέτης.

Greek Monotonic

προστάτης: -ου, ὁ (προστῆναι),·
I. αυτός που στέκεται εμπρός, παρατεταγμένος στη μπροστινή γραμμή, σε Ξεν.
II. 1. αρχηγός, επικεφαλής πολιτικής παράταξης, σε Ηρόδ.· ὁ προστάτης τοῦ δήμου, σε Θουκ.
2. γενικά, προϊστάμενος, κυβερνήτης, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· προστάται τῆς εἰρήνης, αυτοί που πρώτοι έκαναν ειρήνευση, σε Ξεν.
III. 1. αυτός που στέκεται μπροστά, προστάτης, υπερασπιστής, πρόμαχος, πυλωμάτων, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.
2. στην Αθήνα, λέγεται για τον πολίτη που είχε υπό την προστασία του τους μετοίκους (μέτοικοι), όπως ο Ρωμ. pat­ronus είχε υπό την προστασία του τους clientes· προστάτην γράφεσθαί τινα, διαλέγω τον προστάτη μου, σε Αριστοφ.· αλλά, γράφεσθαι προστάτου, γράφω το όνομά μου στο όνομα του προστάτη, προσκολλώμαι σε έναν προστάτη, σε Σοφ.
IV. προστάτης θεοῦ, αυτός που στέκεται μπροστά από κάποιο θεό για να τον ικετεύσει, ικέτης, στον ίδ.