προνήχομαι
From LSJ
English (LSJ)
A swim before, Plu.2.980f, Ael.NA10.8: c. gen., τοῦ στόλου Plu.2.984a.
German (Pape)
[Seite 735] vor-, vorausschwimmen; Plut. sol. an. 31; τοῦ στόλου, 36.
Greek (Liddell-Scott)
προνήχομαι: ἀποθετ., νήχομαι πρό τινος, Πλούτ. 2. 980F μετὰ γεν., προνήχεται τοῦ στόλου 984Α.
French (Bailly abrégé)
nager en avant de, gén..
Étymologie: πρό, νήχομαι.
Greek Monolingual
Α
κολυμπώ μπροστά από άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + νήχω, -ομαι «κολυμπώ, πλέω»].