ῥιζοφάγος

From LSJ
Revision as of 19:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιζοφάγος Medium diacritics: ῥιζοφάγος Low diacritics: ριζοφάγος Capitals: ΡΙΖΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: rhizophágos Transliteration B: rhizophagos Transliteration C: rizofagos Beta Code: r(izofa/gos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A eating roots, Arist.HA595a16, PA662b14; οἱ Ῥ. Root-eaters, name of an Ethiopian tribe in D.S.3.23, Str.16.4.9.

German (Pape)

[Seite 843] Wurzeln essend; Arist. H. A. 8, 6 part. an. 3, 1; D. Sic. 3, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζοφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων ῥίζας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6, 2, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 17· οἱ Ῥιζοφάγοι, ὄνομα Αἰθιοπικῆς τινος φυλῆς παρὰ Διόδ. 3. 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se nourrit de racines.
Étymologie: ῥίζα, φαγεῖν.

Greek Monolingual

ο / ῥιζοφάγος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που τρώει ρίζες
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο ριζοφάγος
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων που ζουν μέσα σε στοές στον φλοιό τών δέντρων

Greek Monotonic

ῥιζοφάγος: [ᾰ], -ον (φαγεῖν), αυτός που τρώει ρίζες, σε Αριστ.