σποδός
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
English (LSJ)
ἡ,
A wood-ashes, embers, Od.9.375, h.Merc.238: generally, ashes, Hdt.2.140; ἐπ' Ἰσμηνοῦ τε μαντεία σ., of the ashes of an altar, S.OT21, cf. Ant.1007, Hdt.4.35; σ. ἱερὰ ἡ ἐκ τοῦ βωμοῦ SIG1171.18 (Lebena); of the dead, A.Ag.435,443 (both lyr.), Ch.687, S.El.758, etc.; ἀμφὶ σποδὸν κάρᾳ κεχύμεθα, in sign of mourning, E.Supp.827 (lyr.), cf. 1160; σποδὸς δὲ τἄλλα, Περικλέης, Κόδρος, Κίμων Alex.25.12:—death by plunging into a room filled with ashes, αὐτήν μιν ῥῖψαι ἐς οἴκημα σποδοῦ πλέον Hdt.2.100; as a Persian punishment (cf. Val. Max.9.2.6), εἰς τὴν σποδὸν ἐμβάλλεται Ctes.Fr.29.48, cf. 51, al., LXX 2 Ma.13.5 sq.—There seems to be no difference in sense between σποδός and τέφρα: both occur in Trag., the latter alone in Att. Prose. II dust, τῆς χαμᾶθεν σποδοῦ Hdt.4.172; μετρεῖν τὴν σ., of labour in vain, Arr.Epict.3.26.17. III oxide of certain metals, σ. Κυπρίη copper oxide, Hp.Mul.1.104; σ. Ἰλλυριῶτις Id.Ulc.13; σ. χρυσῖτις Id.Mul.1.103, cf. Dsc.5.75. IV metaph., κυλίκων, πίθων σ., of a bibulous old woman, 'soaker', 'sponge', AP 6.291, 7.455 (Leon.). V lava, Str.6.2.3.
German (Pape)
[Seite 923] ἡ (nach Orion von σβέννυμι, eigtl. σβοδός, was nach erloschenem Feuer übrig bleibt?), Asche, bes. heiße, Glutasche, unter der noch Glut verborgen ist, τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα πολλῆς, Od. 9, 375; H. h. Merc. 238; die Asche des verbrannten Leichnams, Aesch. Ch. 676 u. öfter; Soph. El. 748. 1111; Asche auf dem Opferaltar, O. R. 21 Ant. 994; ἀμφὶ σποδὸν κάρα κεχύμεθα, zum Zeichen der Trauer, Aesch. Suppl. 826. 1159; νῆσον χῶσαι σποδῷ τε καὶ γῇ, Her. 2, 140; – ἐς σποδὸν ἐμβάλλειν war eine Todesstrafe bei den Persern, Ctesias 17. 50. 51; vgl. Her. 2, 100. – Auch Staub, τῆς χαμάθεν σποδοῦ λαβόντες, Her. 4, 172; – σποδὸς κυλίκων, πίθων, Antp. Sid. 59 Leon. Tar. 87 (VI, 291. VII, 455), von einer Alten, die Becher, Fässer ausleert. – Auch = σπόδιον, Metallasche, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σποδός: ἡ, ἡμίσβεστος τέφρα, «χόβολη», ἡ ἐκ ξύλου τέφρα, Ὀδ. Ι. 375, Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 238, Σοφ. Ἀντ. 1007· καθόλου, τέφρα, στάκτη, Ἡρόδ. 2. 140· ἐπ’ Ἰσμηνοῦ τε μαντείᾳ σποδῷ, ἐπὶ τῆς τέφρας τοῦ βωμοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 21· ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 435, 443, Χο. 687, Σοφ. Ἠλ. 758, κτλ.· ἀμφὶ σποδὸν κάρα κεχύμεθα, εἰς ἔνδειξιν πένθους, Εὐρ. Ἱκέτ. 826, πρβλ. 1160· σποδὸς δὲ τἆλλα Περικλέης, Κόδρος, Κίμων Ἄλεξ. ἐν «Ἀσωτοδιδασκάλῳ» 1.12· - ἦτο Περσικὴ τιμωρία ἡ ἔγκλεισις τῶν καταδίκων εἰς δωμάτιον πλῆρες σποδοῦ μετὰ φαγητοῦ καὶ ποτοῦ, τὰ ὁποῖα ὅμως δὲν ἠδύναντο νὰ φθάσωσι, ῥίψαι εἰς οἴκημα σποδοῦ πλέον Ἡρόδ. 2.100, 7· εἰς τὴν σποδὸν ἐμβάλλεται Κτησ. Περσ. 18, § 48· πρβλ. ἐπὶ πᾶσιν Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΓ΄, 5 κἑξ.), Val. Μάξ. 9. 2, 7, Ὀβιδ. Ιbis 317. - Φαίνεται ὅτι οὐδεμία διαφορὰ ἐννοίας ὑπάρχει μεταξὺ τῶν σποδὸς καὶ τέφρα· ἀμφότερα ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς Τραγικ., τὸ δὲ δεύτερον μόνον παρὰ τοῖς κωμικ. καὶ τοῖς πεζογράφοις. ΙΙ. κόνις, τῆς χαμᾶθεν σποδοῦ Ἡρόδ. 4. 172· μετρεῖν τὴν σποδόν, ἐπὶ ματαίου κόπου. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 26, 17. ΙΙΙ. τὸ ὀξείδιον μετάλλων τινῶν, σπ. Κυπρίη, ὀξείδιον τοῦ χαλκοῦ, σπ. Ἰλλυριῶτις, κτλ., Ἱππ. 877C, πρβλ. Διοσκ. 5.85. ΙV. μεταφορ., σπ. κυλίκων, πίθων, ἐπὶ γυναικὸς εἰς πολυποσίαν δεδομένης, «μπεκροῦ», Ἀνθ. Π. 6. 291., 7. 455· οὕτω, διψὰς σποδιὴ 9. 549.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ἡ) :
I. cendre, particul. :
1 cendre des morts;
2 cendre d’un sacrifice;
II. poussière.
Étymologie: R. Σπεδ, répandre ; cf. R. Σπενδ, v. σπένδω.
English (Autenrieth)
ashes, Od. 9.375†.
English (Strong)
of uncertain derivation; ashes: ashes.
English (Thayer)
σποδοῦ, ἡ, from Homer down, ashes: ἐν σάκκῳ καί σποδῷ κάθημαι, to sit clothed in sackcloth and covered with ashes (exhibiting the tokens of grief, cf. σάκκος, b.): Luke 10:13.
Greek Monolingual
ἡ, ΝΜΑ
1. μισοσβησμένη στάχτη, καφτή στάχτη από ξύλα ή ξυλάνθρακες, χόβολη («τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῡ ἤλασα πολλῆς», Ομ. Οδ.)
2. η στάχτη από καμμένο νεκρό (α. «διασκόρπισαν τη σποδό της στη θάλασσα» β. «ἀντὶ δὲ φωτῶν τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκάστου ἀφικνεῑται», Αισχύλ.)
3. υλικό από λεπτότατους κόκκους που εκτινάσσεται από τους ηφαιστειακούς κρατήρες κατά τις εκρήξεις, αποτελείται από πυριτικά σωματίδια τέφρας και μεταφέρεται από τον αέρα, αλλ. σήμερα ηφαιστειακή σποδός («ἡ μὲν οὖν σποδὸς λυπήσασα πρὸς καιρὸν εὐεργετεῑ τὴν χώραν χρόνους ὕστερον», Στράβ.)
μσν.-αρχ.
1. (γενικά) τέφρα, στάχτη (α. «ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδός», Νεκρ. Ακολ.
β. «ἐπ' Ἰσμηνοῡ τε μαντείᾳ σποδῷ», Σοφ.)
2. σκόνη, κονιορτός («τῆς χαμαῑθεν σποδοῡ λαβόντες», Ηρόδ.)
αρχ.
1. στάχτη σκορπισμένη στα μαλλιά ως ένδειξη πένθους («ἀμφὶ δὲ σποδὸν κάρα κεχύμεθα», Ευρ.)
2. (στην Περσία) τρόπος θανάτωσης κατά τον οποίο έκλειναν τον κατάδικο σε δωμάτιο γεμάτο στάχτη εξαιτίας της οποίας δεν μπορούσε να φτάσει το φαγητό και το νερό που του άφηναν (α. «πύργος πεντήκοντα πηχῶν πλήρης σποδοῡ», ΠΔ
β. «οἴκημα σποδοῡ πλέον», Ηρόδ.)
3. σκωρία μετάλλων («σποδὸς Κυπρίη», Ιπποκρ.)
4. μτφ. μέθυση γριά, μπεκρού («ἡ Βάκχου κυλίκων σποδός», Ανθ. Παλ.)
5. φρ. «μετρώ τὴν σποδόν» — κάνω μάταιο κόπο (Αρρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Greek Monotonic
σποδός: ἡ,
I. στάχτη από καμμένο ξύλο, χόβολη, και γενικά στάχτες, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· στάχτες από καύση νεκρού, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.
II. σκόνη, κονιαρτός, σε Ηρόδ.
III. μεταφ., σποδὸς κυλίκων, λέγεται για ηλικιωμένη γυναίκα που αρέσκεται στη μέθη, «σφουγγάρι», σε Ανθ.