Σόλοι

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
Soles :
1 ville de Chypre;
2 ville de Cilicie.
Étymologie: -.

Greek Monolingual

οι, ΝΑ
1. αρχαία πόλη της Τραχείας Κιλικίας της οποίας οι κάτοικοι, κατά τους άλλους Έλληνες, μιλούσαν διαπράττοντας πολλά, ιδίως συντακτικά, λάθη
2. αρχαία πόλη-κράτος της Κύπρου.