τυλεῖον
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
τό, Dim. of sq. 3, S.Fr.468, PRev.Laws 94.10 (iii B. C.), Ael.NA2.11, Hsch.
A s.v. κνέφαλλον.
German (Pape)
[Seite 1160] τό, dim. von τύλη; Sappho bei Hdn. περὶ μον. λ. p. 39, 27; λινοῤῥαφῆ, Soph. frg. 794 bei Poll. 10, 39; vgl. Lob. Phryn. 174.
Greek (Liddell-Scott)
τυλεῖον: τό, ὑποκορ. τοῦ τύλη (3), Σοφ. Ἀποσπ. 794, Αἰλ. π. Ζ. 2. 11, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 174.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de τύλη.
Greek Monolingual
τὸ, Α τύλη
(υποκορ. του τύλη) μικρό προσκέφαλο.