φάανθεν
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
English (LSJ)
φαάνθη, ν. φαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
φάανθεν: κατ’ Ἐπικ. ἐπέκτασιν γ΄ πληθ. ἀορ. α΄ παθητ. τοῦ φαίνω, Ἰλ. Α. 200.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. ao. Pass. épq. de φαίνω.
English (Autenrieth)
see φαίνω.
Greek Monotonic
φάανθεν: εκτεταμ. αντί φάνθεν, Επικ. αντί ἐφάνθησαν, βʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ αντί φαίνω.