χειροποίητος
English (LSJ)
ον,
A made by hand, artificial, opp. αὐτοφυής (natural), σκῆπτρον Hdt. 1.195; λίμνη 2.149; ἔργον Pl.Criti.118c; ὁδός X.An.4.3.5; τείχη J.BJ4.10.5; γήλοφος, τέλμα Jul.Or.2.63b, 65c: freq. in LXX of idols, Is.2.18, al.; φλὸξ χ. a fire intentionally kindled, opp. ἀπὸ ταὐτομάτου, Th.2.77; so λιμός, opp. αὐτόματος, Procop.Arc.26; ἀνάγκη, τέχνη, Id.Goth.4.26,22. Adv. χειρό-τως Plb.10.10.12: χ.ὠχύρωτο, opp. φύσει, J.BJ7.8.3.
German (Pape)
[Seite 1346] durch Menschenhände gemacht, künstlich; Her. 1, 195. 2, 149; Plat. Critia. 118 c; Ggstz ἀπὸ ταὐτομάτου, Thuc. 2, 77; Xen. An. 4, 3,5 u. Sp., wie Pol. 1, 75, 4 u. öfter; D. Hal.; auch adv., Pol. 10, 10, 12.
Greek (Liddell-Scott)
χειροποίητος: -ον, ὁ διὰ χειρὸς πεποιημένος, τεχνητός, ἀντίθετον τῷ αὐτοφυὴς (φυσικός), σκῆπτρον Ἡρόδ. 1. 195· λίμνη 2. 149· ἔργον Πλάτ. Κριτί. 118C· ὁδὸς Ξεν. Ἀν. 4. 2, 5 φλὸξ χ., πῦρ ἐπίτηδες ἀναφθέν, ἀντίθετον τῷ ἀπὸ ταὐτομάτου, Θουκ. 2.77· - συχν. παρὰ τοῖς Ἑβδ., ἐπὶ τῶν εἰδώλων, πρβλ. Χρησμ. Σιβ. 3. 605. Ἐπίρρ. -τως, Πολύβ. 10. 10, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fait de main d’homme.
Étymologie: χειροποιέομαι.
English (Strong)
from χείρ and a derivative of ποιέω; manufactured, i.e. of human construction: made by (make with) hands.
English (Thayer)
χειροποίητον (χείρ and ποιέω), made by the hand i. e. the skill of man (see ἀχειροποίητος): of temples, Sept. of idols; of other things, occasionally in Herodotus, Thucydides, Xenophon, Polybius, Diodorus.)
Greek Monolingual
-η, -ο / χειροποίητος, -ον, ΝΜΑ χειροποιῶ
νεοελλ.
κατασκευασμένος, επεξεργασμένος ή φιλοτεχνημένος με το χέρι, σε αντιδιαστολή προς τον μηχανοποίητο (α. «χειροποίητα υποδήματα» β. «χειροποίητα κεντήματα»)
μσν.-αρχ.
κατασκευασμένος από ανθρώπινα χέρια, σε αντιδιαστολή προς τον δημιουργημένο από τον Θεό («τὸν ναὸν τοῡτον τὸν χειροποίητον», ΚΔ)
αρχ.
1. κατασκευασμένος από ανθρώπινα χέρια, σε αντιδιαστολή προς τον φυσικό ή τον αυτοφυή («σκῆπτρον χειροποίητον», Ηρόδ.)
2. φρ. «φλὸξ χειροποίητος» — φωτιά που τήν άναψαν επίτηδες (Θουκ.).
επίρρ...
χειροποιήτως Α
τεχνητά, με ανθρώπινη εργασία («τὴν λίμνην τῇ παρακειμένῃ θαλάττῃ σύρρουν γεγονέναι χειροποιήτως», Δίον. Αλ.).
Greek Monotonic
χειροποίητος: -ον, αυτός που έχει φτιαχτεί με το χέρι, τεχνητός, αντίθ. προς το αὐτοφυής (φυσικός), σε Ηρόδ.· φλὸξ χειροποίητη, φωτιά που άναψε από χέρι ανθρώπου, σε Θουκ.