χερσόθεν

From LSJ
Revision as of 02:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

German (Pape)

[Seite 1351] adv., vom festen Lande, vom Ufer her; Pind. Ol. 2, 80; Eur. Heracl. 430.

Greek (Liddell-Scott)

χερσόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐκ τῆς θαλ. ὥστ’ ἐξορᾶσθαι ῥόθια χερσόθεν μόλις Εὐρ. Ἑλ. 1269· εἶτα χερσόθεν πνοαῖσιν ἠλάθησαν ἐς πόντον πάλιν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 429. ΙΙ. ἀπὸ τῆς γῆς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὕδωρ, Πινδ. Ο. 2. 131.

French (Bailly abrégé)

adv.
de la terre ferme.
Étymologie: χέρσος, -θεν.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. από τη στεριά, από την ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + επιρρμ. κατάλ. -ο-θεν (πρβλ. ἀγρό-θεν, μακρό-θεν)].

Greek Monotonic

χερσόθεν: επίρρ. (χέρσος
I. από την γη, σε Ευρ.
II. από την ξηρά, σε Πίνδ.