ψοφητικός

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψοφητικός Medium diacritics: ψοφητικός Low diacritics: ψοφητικός Capitals: ΨΟΦΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: psophētikós Transliteration B: psophētikos Transliteration C: psofitikos Beta Code: yofhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to make a noise, of animals, opp. both to τὰ ἄφωνα and to τὰ φωνήεντα, Id.HA488a31; τὸ ψ. a thing capable of producing sound, opp. τὸ ὁρατόν, Id.de An.423b5, cf. 420a3.

German (Pape)

[Seite 1401] zum Geräuschmachen, Lärmen geschickt, von unartikulirten Tönen, Arist. H. A., 1, 1 von den Thieren, im Ggstz der ἄφωνα u. der φωνήεντα.

Greek (Liddell-Scott)

ψοφητικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ κάμῃ θόρυβον ἢ νὰ παραγάγῃ ἦχον, ἐπὶ ζῴων, κατ’ ἀντίθεσιν πρός τε τὰ ἄφωνα καὶ τὰ φωνήεντα, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29· τὰ ψοφητικά, τὰ ψοφεῖν δυνάμενα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ὁρατά, ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 2. 11, 8, πρβλ. 2. 8, 6.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α [ψοφῶ (Ι)]
1. (για ζώο) αυτός που μπορεί να παράγει ψόφο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ψοφητικόν
καθετί που μπορεί να κάνει θόρυβο.