χοροίτυπος
From LSJ
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
frappé (de l’archet) pour un chœur de danse (lyre).
Étymologie: χορός, τύπτω.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται για τον χορό ή στον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοροῖ, τοπική του χορός, + -τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. ἀντί-τυπος. Για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. χοροιθαλής. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επί θ. παθ. σημ.].