δωτινάζω
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
English (LSJ)
A receive or collect presents, Hdt.2.180.
German (Pape)
[Seite 696] Gaben einsammeln, annehmen, Her. 2, 180.
Greek (Liddell-Scott)
δωτῑνάζω: δέχομαι ἢ συλλέγω δῶρα, Ἡρόδ. 2. 180.
French (Bailly abrégé)
recevoir des présents, des offrandes.
Étymologie: δωτίνη.
Spanish (DGE)
recibir regalos πλανώμενοι δὲ οἱ Δελφοὶ περὶ τὰς πόλις ἐδωτίναζον para construir el templo, Hdt.2.180.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
δωτῑνάζω: αποδέχομαι ή συλλέγω δώρα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
δωτῑνάζω: собирать дары, производить сбор пожертвований Her.