ζῳοποιέω

From LSJ
Revision as of 21:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

German (Pape)

[Seite 1144] lebende Wesen, Junge hervorbringen, Arist. H. A. 5, 27; Luc. V. H. 1, 22 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
engendrer des êtres vivants.
Étymologie: ζῷον, ποιέω.

Greek Monotonic

ζῳοποιέω: (ζῷον), μέλ. —ήσω,
I. παράγω, γεννώ ζώα, σε Αριστ., Λουκ. II.ζωο-ποιέω (ζωός), κάνω κάποιον ζωντανό, παρέχω ζωή, ζωογονώ, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ζῳοποιέω: 1) быть живородящим (αἱ λειμώνιαι ἀράχναι ζῳοποιοῦσιν Arst.);
2) животворить, наполнять жизнью (τὰ πάντα NT);
3) воскрешать (τοὺς νεκρούς NT); pass. воскресать, оживать NT.