καρύκινος
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
η, ον,
A of the colour of καρύκη, dark-red, X.Cyr.8.3.3.
German (Pape)
[Seite 1331] von der Farbe der καρύκη, blutfarbig, dunkelroth; Xen. Cyr. 8, 3, 2; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρύκῐνος: -η, -ον, ἔχων τὸ χρῶμα τῆς καρύκης, δηλ. βαθὺ κόκκινον, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 3.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui a une couleur de civet, une couleur rouge foncé.
Étymologie: καρύκη.
Greek Monolingual
καρύκινος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα της καρύκης, βαθυκόκκινος («οὔτε φοινικίδων οὔτε καρυκίνων ἱματίων», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. ακάνθ-ινος, φοίνικ-ινος)].
Greek Monotonic
κᾰρύκινος: -η, -ον, βαθυκόκκινος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κᾰρύκινος: (ῡ) кроваво-красный, алый (ἱμάτιον Xen.).