πάρθεσαν
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. ao.2 act épq. de παρατίθημι.
English (Autenrieth)
see παρατίθημι.
Greek Monotonic
πάρθεσαν: Επικ. αντί παρέθεσαν, γʹ πληθ. αορ. βʹ του παρατίθημι.
Russian (Dvoretsky)
πάρθεσαν: эп. 3 л. pl. aor. 2 к παρατίθημι.