σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
κρῆσαι: ἀντὶ κεράσαι, ἀπαρέμφ. ἀορ. αʹ ἐνεργ. τοῦ κεράννυμι, Ὅμηρ.
κρῆσαι: Επικ. αντί κεράσαι, απαρ. αορ. αʹ του κεράννυμι.
κρῆσαι: эп. inf. aor. 1 к κεράννυμι.