πεμπάμερος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾱ], ον,
A = πενθήμερος, Pi.O.5.6(prob.), Inscr.Cypr.134 H.
English (Slater)
πεμπᾱμερος
1 lasting five days ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις (Π, byz.: πεμπταμέροις codd.) (O. 5.6)
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. πενθήμερος.