πολυμύελος
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
English (LSJ)
ον,
A with much marrow, ὀστέα Hp.Fract.35.
German (Pape)
[Seite 667] von od. mit vielem Marke, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠμύελος: -ον, ὁ ἔχων πολὺν μυελόν, ὀστέα Ἱππ. Ἀγμ. 774.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για οστό) αυτός που περιέχει πολύ μυελό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μυελός (πρβλ. α-μύελος)].