σανδαράχη
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
German (Pape)
[Seite 861] ἡ, Alciphr. 1, 33, σανδαραχίζω u. σανδαράχινος, = σανδαράκη, σανδαρακίζω, σανδαράκινος.