προσίσχω
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
A = προσέχω (q.v.).
German (Pape)
[Seite 767] = προσέχω, häufig bei Her., der beide Formen braucht, Etwas wogegen halten, τὴν ἀσπίδα πρὸς τὸ δάπεδον, 4, 200; bes. in der scheinbar intr. Bdtg von Seefahrenden, hinanfahren, anlanden, 3, 136. 4, 76. 157. 6, 99; Eur. sagt vollssändig Μαλέᾳ προσίσχων πρώραν, Or. 362; τῆς νήσου τοῖς ἐσχάτοις, Thuc. 4, 30. – Med. sich woran halten, woran haften, ὥςπερ λεπὰς τῷ μειρακίῳ προσίσχεται, Ar. Plut. 1096; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
προσίσχω: προσέχω, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
f. προσσχήσω, les autres temps se confondent avec ceux de προσέχω;
1 tr. appuyer contre : τι πρός τι appuyer une ch. contre une autre;
2 intr. (s.e. ναῦν) aborder contre litt. arrêter un navire contre, avec πρός ou ἐς et l’acc. ou avec le dat.;
Moy. προσίσχομαι se tenir contre, s’attacher à, τινι.
Étymologie: πρός, ἴσχω.
Greek Monolingual
Α
(δ. τ.) προσέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἴσχω, άλλος τ. του ἔχω].
Greek Monotonic
προσίσχω: = προσέχω.
Russian (Dvoretsky)
προσίσχω: (= προσέχω)
1) приставлять, упирать (τὴν ἀσπίδα πρὸς τὸ δάπεδον Her.);
2) направлять, приводить (πρῷραν Μαλέᾳ Eur.);
3) (sc. ναῦν) приплывать, прибывать, причаливать (πρὸς τὴν Σίφνον, ἐς Κύζικον, τῇ γῇ Her.);
4) med. прилипать, приставать (ὥσπερ λεπάς τινι Arph.).