συναλλάσσω

From LSJ
Revision as of 08:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναλλάσσω Medium diacritics: συναλλάσσω Low diacritics: συναλλάσσω Capitals: ΣΥΝΑΛΛΑΣΣΩ
Transliteration A: synallássō Transliteration B: synallassō Transliteration C: synallasso Beta Code: sunalla/ssw

English (LSJ)

Att. συναλλάττω, pf.

   A συνήλλαχα SIG742.55 (Ephesus, i B.C.). etc.: 2 aor. Pass. συνηλλάγην PTeb.329.10:—bring into intercourse with, associate with, δίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροις A. Th.597:—Pass., have intercourse with, Ἑλένῳ συναλλαχθεῖσαν εὐναίοις γάμοις E.Andr.1245; ᾗ [εὐνῇ] ξυνηλλάχθης ἐμοί S.Aj.493.    2 reconcile, τινάς τισι Th.1.24; τινας, opp. διαλλάττειν, X.Vect.5.8; τινὰς εἰς εἰρήνην Act.Ap.7.26: abs., Pl.Lg.930a:—Pass. and Med., to be reconciled or come to terms with, make a league or alliance with, πρός τινας Th.8.90, X.An.1.2.1: abs., make peace, Th.5.5, X.HG2.4.43, etc.; μετρίως on fair terms, Th.4.19.    II intr., have dealings with another, S.OT1110, E.Heracl.4; ἦ ξυνήλλαξάς τί που; hast thou had any dealings with him, S.OT1130.    2 enter into engagements or contracts (cf. συνάλλαγμα 11), Leg.Gort.9.44, al., Arist.EN1162b24, 1178b11, D.24.192, Din. ap. Gramm. in Reitzenstein Ind.Lect.Rost. 1892/3p.7, PCair.Zen.359.6, 12 (iii B.C.), SIGl.c.; οἱ συνηλλαχότες the parties to a contract, PTeb.5.212 (ii B.C.), cf. POxy.34i 10, al. (ii A.D.): c. acc. cogn., τοιοῦτον πρᾶγμα συναλλάττων D.30.12, cf. D.H.6.22, BGU1062.10:—Pass., to be the subject of a contract, PTeb.329.10 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 998] att. -ττω, mit einem Andern Etwas wechseln, umtauschen, vertauschen, Sp. – Dah. übertr., aussöhnen, vereinigen, Aesch. Spt. 579; so pass., καί σ' ἀντιάζω πρός τ' ἐφεστίου Διὸς εὐνῆς τε τῆς σῆς, ᾑ συνηλλάχθης ἐμοί, Soph. Ai. 493; Eur. Heracl. 4; Plat. Legg. XI, 930 a; πρός τινα, Thuc. 8, 90; Folgde; – intr. mit Einem Umgang, Verkehr haben, Soph. O. R. 1110; Eur. Heracl. 4; mit ihm umgehen, χρώμεθα ἀλλήλοις καὶ συναλλάττομεν, Dem. 24, 192.

Greek (Liddell-Scott)

συναλλάσσω: Ἀττικ. -ττω· μέλλ. -ξω· ― φέρω εἰς σχέσιν μετά τινος, σχετίζω, δίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροις Αἰσχ. Θήβ. 597. ― Παθητ., Ἑλένῳ συναλλαχθεῖσαν εὐναίοις γάμοις Εὐριπ. Ἀνδρ. 1245· ᾖ [εὐνῇ] ξυνηλλάχθης ἐμοὶ Σοφ. Αἴ. 493. 2) διαλλάττω, συμφιλιώνω, τινά τινι Θουκ. 1. 24· τινὰς Ξενοφ. Πόροι 5. 8· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 930Α. ― Παθητ. καὶ μέσ., συνδιαλλάττομαι, ἢ ἔρχομαι εἰς συνεννόησιν μετά τινος, συμμαχῶ ἢ συνεταιρίζομαι μετά τινος, πρός τινα Θουκ. 8. 90, Ξενοφ. Ἀνάβ. 1. 2, 1· ἀπολ., κάμνω εἰρήνην, Θουκ. 5. 5, Ξεν., κλπ.· μετρίως, ἐπὶ δικαίοις ὅροις, Θουκ. 4. 19. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω σχέσεις μετά τινος, συναντῶ αὐτόν που, μὴ συναλλάξαντά πω Σοφ. Ο. Τ. 1110, Εὐρ. Ἡρακλ. 4, Δημ. 760. 12· ὡσαύτως, ἦ ξυνήλλαξας τί πω; ἔσχες σχέσεις μετ’ αὐτοῦ ποτέ; Σοφ. Ο. Τ. 1130. 2) ἔρχομαι εἰς σχέσεις ἢ συμφωνίας μετά τινος (ἴδε συνάλλαγμα ΙΙ), Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 10. 8, 7, πρβλ. 8. 13, 5· κἑξ.· μετὰ συστοίχ. αἰτ., τοιοῦτο πρᾶγμα συναλλάττων Δημ. 867. 11, πρβλ. 8. 9. 21.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 mettre en relation, unir : τινά τινι une personne à une autre ; Pass. avoir des relations avec, être uni ou s’unir avec, τινι;
2 réconcilier : τινά τινι une personne avec une autre ; Pass. se réconcilier : πρός τινα avec qqn;
II. intr. avoir des relations avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀλλάσσω.

English (Thayer)

(συνελαύνω) 1st aorist συνήλασα; from Homer down; to drive together, to compel; tropically, to constrain by exhortation, urge: τινα εἰς εἰρήνην, to be at peace again, R G (εἰς τόν τῆς σοφίας ἐρωτᾷ, Aelian v. h. 4,15).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και συναλλάζω Ν, και συναλλάττω Α ἀλλάσσω, -ομαι]
νεοελλ.
1. (στον τ. συναλλάζω) αλλάζω συχνά τα ρούχα μου, φορώ διαδοχικά το ένα μετά το άλλο
2. μέσ. συναλλάσσομαι
α) έχω συναλλαγές, έχω δοσοληψίες, έχω εμπορικές και, γενικότερα, οικονομικές σχέσεις με κάποιον («συναλλάσσεται με μεγάλους εμπορικούς οίκους του εξωτερικού»)
β) μτφ. καθιστώ αθέμιτα κάτι αντικείμενο συναλλαγής, εμπορεύομαι την πολιτική ή την επίσημη θέση μου («συναλλάσσεται ασύστολα με τους ισχυρούς του χρήματος»)
μσν.
αλλάζω, μεταβάλλω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο
μσν.-αρχ.
1. έχω σχέσεις με κάποιον, γνωρίζω κάποιον («εἴ χρή τι κἀμὲ μὴ ξυναλλάξαντά πω», Σοφ.)
2. συνδιαλλάσσω, συμφιλιώνω (α. «ἀλλὰ τους τε φεύγοντας ξυναλλάξαι σφίσι», Θουκ.
β. «καὶ συνήλασσεν αὐτοὺς εἰς εἰρήνην», ΚΔ)
3. μέσ. έχω σαρκική σχέση ή παντρεύομαι («Ἑλένῳ συναλλαχθεῑσαν εὐναίοις γάμοις», Ευρ.)
αρχ.
1. σχετίζω κάποιον με κάποιον άλλο («φεῡ τοῡ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῑς δίκαιον ἄνδρα τοῑσι δυσσεβεστάτοις», Αισχύλ.)
2. μέσ. α) έρχομαι σε συνδιαλλαγή με κάποιον («ἐπιτείλαντες παντὶ τρόπῳ... ξυναλλαγῆναι πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους», Θουκ.)
β) συνάπτω ειρήνη («μόνοι γὰρ τῶν ξυμμάχων, ὅτε Σικελιῶται ξυνηλάσσοντο, οὐκ ἐσπείσαντο Ἀθηναίοις», Θουκ.)
3. φρ. «μετρίως συναλλάττομαι» — συνάπτω ειρήνη με δίκαιους όρους (Θουκ.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και συναλλάζω Ν, και συναλλάττω Α ἀλλάσσω, -ομαι]
νεοελλ.
1. (στον τ. συναλλάζω) αλλάζω συχνά τα ρούχα μου, φορώ διαδοχικά το ένα μετά το άλλο
2. μέσ. συναλλάσσομαι
α) έχω συναλλαγές, έχω δοσοληψίες, έχω εμπορικές και, γενικότερα, οικονομικές σχέσεις με κάποιον («συναλλάσσεται με μεγάλους εμπορικούς οίκους του εξωτερικού»)
β) μτφ. καθιστώ αθέμιτα κάτι αντικείμενο συναλλαγής, εμπορεύομαι την πολιτική ή την επίσημη θέση μου («συναλλάσσεται ασύστολα με τους ισχυρούς του χρήματος»)
μσν.
αλλάζω, μεταβάλλω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο
μσν.-αρχ.
1. έχω σχέσεις με κάποιον, γνωρίζω κάποιον («εἴ χρή τι κἀμὲ μὴ ξυναλλάξαντά πω», Σοφ.)
2. συνδιαλλάσσω, συμφιλιώνω (α. «ἀλλὰ τους τε φεύγοντας ξυναλλάξαι σφίσι», Θουκ.
β. «καὶ συνήλασσεν αὐτοὺς εἰς εἰρήνην», ΚΔ)
3. μέσ. έχω σαρκική σχέση ή παντρεύομαι («Ἑλένῳ συναλλαχθεῑσαν εὐναίοις γάμοις», Ευρ.)
αρχ.
1. σχετίζω κάποιον με κάποιον άλλο («φεῡ τοῡ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῑς δίκαιον ἄνδρα τοῑσι δυσσεβεστάτοις», Αισχύλ.)
2. μέσ. α) έρχομαι σε συνδιαλλαγή με κάποιον («ἐπιτείλαντες παντὶ τρόπῳ... ξυναλλαγῆναι πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους», Θουκ.)
β) συνάπτω ειρήνη («μόνοι γὰρ τῶν ξυμμάχων, ὅτε Σικελιῶται ξυνηλάσσοντο, οὐκ ἐσπείσαντο Ἀθηναίοις», Θουκ.)
3. φρ. «μετρίως συναλλάττομαι» — συνάπτω ειρήνη με δίκαιους όρους (Θουκ.).

Greek Monotonic

συναλλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. 1. φέρνω σε σχέση με, σχετίζω, τινάτινι, σε Αισχύλ. — Παθ., έχω σχέσεις με, σχετίζομαι, τινί, σε Σοφ., Ευρ.
2. συμφιλιώνω, τινά τινι, σε Θουκ. — Παθ. και Μέσ., συμφιλιώνομαι, συμμαχώ ή συνεταιρίζομαι με, πρός τινα, στον ίδ., Ξεν.· απόλ., συνάπτω ειρήνη, ειρηνεύω, σε Θουκ., Ξεν.
II. 1. αμτβ., έχω επαφές, συναλλαγές με κάποιον, σε Σοφ., Ευρ.
2. έρχομαι σε σχέσεις ή αμοιβαίες συμφωνίες, διαπραγματεύομαι, σε Δημ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

συναλλάσσω: атт. συναλλάττω
1) связывать взаимоотношениями, соединять, приобщать: σ. τινά τισι Aesch. вводить кого-л. в чье-л. общество; συναλλαχθεῖσα εὐναίοις γάμοις τινί Eur. сочетавшаяся законным браком с кем-л.;
2) примирять (τινά τινι Thuc. и τινάς Xen.): συναλλάσσεσθαι πρός τινα Thuc., Xen. мириться с кем-л.;
3) находиться во взаимоотношениях, общаться (ἀλλήλοις Dem.): σ. βαρύς Eur. невыносимый в обществе, неуживчивый; ἢ ξυναλλάξας τί πω; Soph. встречался ли ты (с ним) когда-л.?;
4) вступать в соглашение, заключать сделки Arst., Dem.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αλλάσσω, zie συναλλάττω.