συνεγγίζω

From LSJ
Revision as of 07:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεγγίζω Medium diacritics: συνεγγίζω Low diacritics: συνεγγίζω Capitals: ΣΥΝΕΓΓΙΖΩ
Transliteration A: synengízō Transliteration B: synengizō Transliteration C: syneggizo Beta Code: suneggi/zw

English (LSJ)

   A draw near, Plb.1.23.8; τινι to a person or thing, Id.3.69.13, D.S.3.72, 17.41; -ιζούσης τῆς ἀποτέξεως Sor.1.56; -ίζοντος τοῦ ἡλίου Gem.17.28; approximate, τῇ τῶν ἀγαθῶν φύσει Stoic. 1.48; τῇ ἀληθείᾳ Hipparch.1.10.8, cf. Phld.Rh.1.362 S.; τῇ μανίᾳ Id.Mus. p.99 K.; abs. (sc. τῇ σοφίᾳ), Id.Ir.p.74 W.; θέρους τοῦ -ίζοντος τῷ φθινοπώρῳ in the part of summer verging on autumn, Dsc.2.77; σ. τῇ ἀκμῇ nearing the prime of life, Marcellin.Puls.339.

German (Pape)

[Seite 1009] sich annähern, Pol. 1, 23, 8.

Greek (Liddell-Scott)

συνεγγίζω: ἔρχομαι πλησίον ὁμοῦ, συμπλησιάζω, Πολύβ. 1. 23, 8· τινί, πρός τι πρόσωπονπρᾶγμα, ὁ αὐτ. 3. 69, 13, Διόδ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

s’approcher tout à fait de, τινι.
Étymologie: σύν, ἐγγίζω.

Greek Monolingual

Α
1. βρίσκομαι ή έρχομαι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («θέρους τοῡ συνεγγίζοντος τῷ φθινοπώρῷ», Διοσκ.)
2. προσεγγίζω, φθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐγγίζω «πλησιάζω, προσεγγίζω»].

Greek Monolingual

Α
1. βρίσκομαι ή έρχομαι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («θέρους τοῡ συνεγγίζοντος τῷ φθινοπώρῷ», Διοσκ.)
2. προσεγγίζω, φθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐγγίζω «πλησιάζω, προσεγγίζω»].

Greek Monotonic

συνεγγίζω: μέλ. -σω, έρχομαι κοντά σε κάποιον, τον προσεγγίζω, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συνεγγίζω: приближаться, подходить вплотную (τινί Polyb., Diod.).