Ὀρφεύς

From LSJ
Revision as of 06:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὀρφεύς Medium diacritics: Ὀρφεύς Low diacritics: Ορφεύς Capitals: ΟΡΦΕΥΣ
Transliteration A: Orpheús Transliteration B: Orpheus Transliteration C: Orfeys Beta Code: *)orfeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, Dor. Ὄρφης Ibyc.10A, Ὀρφήν Hdn.Gr.1.14:—

   A Orpheus, Pi.P.4.177, Pl.R.364e, etc.:—Adj. Ὀρφεῖος, α, ον, E.Alc. 969(lyr.), Pl.Lg.829e; or Ὀρφικός, ή, όν, Hdt.2.81 ; ἐν τοῖς Ὀ. ἔπεσι καλουμένοις Arist.de An.410b28.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
Orphée, chantre célèbre de Thrace.
Étymologie: DELG pê de ὀρφανός, ou nom myth. préhellénique.

English (Slater)

Ὀρφεύς
   1 son of Oiagros, singer and Argonaut. ἐξ Ἀπόλλωνος δὲ φορμιγκτὰς ἀοιδᾶν πατὴρ ἔμολεν, εὐαίνητος Ὀρφεύς (P. 4.177) υἱὸν Οἰάγρου δὲ Ὀρφέα χρυσάορα Θρ. 3. 12.

Greek Monotonic

Ὀρφεύς: -έως, ὁ, ο Ορφέας, ξακουστός βάρδος από τη Θράκη, σε Πίνδ. κ.λπ.· επίθ. Ὄρφειος, , -ον, αυτός που ανήκει στον Ορφέα, Ορφικός, σε Ευρ.· ομοίως, Ὀρφικός, , -όν, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

Ὀρφεύς: έως, эп. ῆος ὁ Орфей (сын музы Каллиопы от фракийского царя Эагра или от Аполлона, муж Эвридики, миф. певец и автор мистических гимнов, погибший от рук вакханок) Pind., Plat. etc.