δήλομαι
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
Dor. for βούλομαι, Theoc.5.27, Ti.Locr.94d, Archyt. ap. Stob.3.1.105, Plu.2.219d, Tab.Heracl.1.146, Chron.Lind.D.66, GDI 3585.18 (Calymna): also Elean δηλόμηρ,
A = βουλόμενος, Michel 1334.5.
German (Pape)
[Seite 560] dor. = βούλομαι; Theocr. 5, 27; Plut. Lac. apophth. p. 203.
Greek (Liddell-Scott)
δήλομαι: Δωρ. ἀντὶ τοῦ βούλομαι, Θεόκρ. 5. 27, Τίμ. Λοκρ. 94D, Ἀρχύτας παρὰ Στοβ. τ. 1. 70, Πλουτ. 2. 219D, Πίν. Ἡρακλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 146.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et inf. ao.
dor. c. βούλομαι vouloir.
Spanish (DGE)
v. βούλομαι.
Greek Monolingual
δήλομαι (Α)
δωρ. τ. αντί βούλομαι.
Greek Monotonic
δήλομαι: Δωρ. αντί βούλομαι, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δήλομαι, zie βούλομαι.
Russian (Dvoretsky)
δήλομαι: дор. Plat., Theocr., Plut. = βούλομαι.